Ώσπου να πεις κύμινο

Η Αγάπη διηγείται το Σαββατοκύριακο που πέρασε στο ξενοδοχείο Rodos Palace και όσα είδε και γεύτηκε στο Νησί των Ιπποτών
Ώσπου να πεις κύμινο

της Αγάπης Μαργετίδη

Ώσπου να πεις κύμινο πέρασε εκείνο το σαββατοκύριακο στη Ρόδο.  Τι κι αν έχουν μεσολαβήσει ήδη τρεις εβδομάδες;  Στο μυαλό μου έχουν όλα γραφτεί με ανεξίτηλη μελάνη.  Τα μέρη, η φιλοξενία, το φαγητό, μα πάνω από όλα, οι άνθρωποι. Ας σας τα πω όμως από την αρχή.

Όταν η Ελένη Ψυχούλη μου πρωτομίλησε για την εκδρομή που οργάνωνε για τις αρχές του Ιουνίου για λογαριασμό του ξενοδοχείου Rodos Palace, οι λέξεις της ήταν «ετοιμάσου για μια μαγική εμπειρία».  Δεν αμφέβαλλα, γιατί γνωρίζοντάς την εδώ και χρόνια, ξέρω πως όταν οργανώνει κάτι, έχει βάλει πολλή σκέψη, πολύ κόπο, και άφθονο συναίσθημα.  Το μέρος, το νησί της Ρόδου, το είχα γνωρίσει μόνο φευγαλέα, πριν από πολλές δεκαετίες.  Είχα ακούσει βέβαια πολλά και είχα δει, όπως όλοι μας, τις σκηνές που κάθε χρόνο επιμένουν να παίζουν στις ειδήσεις των 8.  Είχα όμως και τις μαρτυρίες φίλων, που είχαν να το λένε, πως η Ρόδος δεν είναι αυτό. 



Για το ότι «η Ρόδος δεν είναι αυτό» δεν χρειαζόμουν καν επιχειρήματα.  Ποτέ τα μέρη δεν είναι αυτό που φαίνεται με την πρώτη ματιά, ούτε αυτό που προβάλλεται συνήθως.  Όλα έχουν κρυμμένες ομορφιές και το μόνο που χρειάζεται για να τις ανακαλύψει κάποιος είναι ανοιχτό μυαλό και αισθήσεις σε πλήρη ετοιμότητα.

Τίποτε όμως δεν με είχε προϊδεάσει για όσα αντίκρισα.  Δάση και νερά, διαδρομές σπάνιας και απόκοσμης ομορφιάς.  Γοητευτικά απομεινάρια άλλων εποχών, σαν σκηνικά θεάτρου, από όπου περίμενες από στιγμή σε στιγμή να ξεπηδήσουν οι ήρωες των παιδικών σου παραμυθιών και χαρακτήρες παλιών μυθιστορημάτων. 



Με παρέσυρε όμως ο ρομαντισμός και ακόμη δεν σας είπα ούτε τα μισά.  Η βάση μας ήταν το ξενοδοχείο Rodos Palace, που όπως σας είπα πριν, προσκάλεσε πάνω από 30 άτομα, ανθρώπους της γεύσης, του κρασιού, του ταξιδιού και της επικοινωνίας, για να μας δείξει τι εννοεί με τη λέξη «Φιλοξενία» στο ολοκαίνουργιο project που το βάφτισε Abav2. Μυστικό πρώτο : οι πελάτες, φιλοξενούμενοι για την ακρίβεια, έχουν ονοματεπώνυμο, δεν έχουν προαγοράσει “all inclusive” πακέτα, ούτε φορούν βραχιολάκι. Μυστικό δεύτερο : μένουν σε υποδειγματικά ανακαινισμένα δωμάτια και σουίτες, με θέα που σου κόβει την ανάσα.  Πολυτέλεια και απλότητα μαζί. Τίποτα δεν φωνάζει εδώ, είναι όλα απαλά, πουπουλένια.  Μυστικό τρίτο : έχουν τη δυνατότητα να ζήσουν το νησί σαν ντόπιοι, κατά το “living like a local, eating like a local”, επιλέγοντας μέσα από 12 οδοιπορικά για όλα τα γούστα και όλα τα ενδιαφέροντα, σχεδιασμένα από την Ελένη Ψυχούλη, που έχει γνωρίσει και αγαπήσει το νησί και τους ανθρώπους του, ίσως και πιο πολύ από την ιδιαίτερη πατρίδα της.  Μυστικό τέταρτο : τις βραδιές που οι φιλοξενούμενοι του Abav2, γλυκά κουρασμένοι από κάποια εκδρομή, θέλουν να δειπνήσουν ήσυχα στο ξενοδοχείο, έχουν στη διάθεσή τους τα «12 Νησιά», ένα εστιατόριο υψηλής γαστρονομίας, φροντισμένο από έναν νέο Ροδίτη chef, τον Νίκο Ζερβό, ο οποίος έχοντας μαθητεύσει δίπλα σε σπουδαία ονόματα της παγκόσμιας γαστρονομικής σκηνής, όπως ο μυθικός Ferran Adrià, επέστρεψε στις ρίζες του και περιποιείται τον κόσμο με ροδίτικες και μεσογειακές δημιουργίες, με το προσωπικό του άγγιγμα. 


 
Στις λίγο παραπάνω από 48 ώρες που κράτησε η αξέχαστη αυτή εκδρομή, πήραμε ένα πολύ γερό δείγμα από όλα αυτά που σας γράφω πιο πάνω.  Με την Ελένη ως διασκεδαστική κι ακάματη ξεναγό μας, πήραμε τους δρόμους του ροδίτικου κρασιού και επισκεφθήκαμε τρία οινοποιεία, της Emery, του Πιπέρη και του Κουνάκη.  Ξεναγηθήκαμε και κουβεντιάσαμε με τους άξιους εκπροσώπους τους και βεβαίως έπεσε πολλή οινογευσία μαζί κι ευθυμία, αντιλαμβάνεσθε, φαντάζομαι, τι εννοώ! 


 
Πήραμε τα βουνά και τα χωριά.  Στα Απόλλωνα συναντήσαμε τις πανάξιες κυρίες του γυναικείου συνεταιρισμού «Οι Απολωνιάτισσες», που μας έδειξαν με μεγάλη χαρά και προθυμία πώς φτιάχνεται το ροδίτικο μελεκούνι, το εμβληματικό αυτό γλυκάκι του νησιού που αν δεν το έχεις φάει, χάνεις. Θυμίζει παστέλι, αλλά παστέλι δεν είναι.  Είναι σαν αφρός, δεν κολλάει στα δόντια, ούτε σε λιγώνει.  Γευτήκαμε το φρεσκοφουρνισμένο ψωμί τους και πήγαμε αδιάβαστοι, δοκιμάσαμε τα παξιμάδια τους και τα γλυκά του κουταλιού και φύγαμε με μια-δυο σακούλες παραμάσχαλα ο καθένας.


 
Στο ίδιο χωριό συναντήσαμε τον Γιάννη Ευθυμίου της ταβέρνας Παράγκα, ή μάλλον του μαγειροτεχνείου όπως την ονομάζει, έναν σπάνιο άνθρωπο, έναν μάγειρα που με το που τον πρωτοβλέπεις και σου χαμογελάει, ξέρεις πως εδώ θα φας ένα από τα γεύματα που θα σου μείνουν αξέχαστα για όλη την υπόλοιπη ζωή σου.  Δεν υπερβάλλω, πιστέψτε με, άλλωστε όσοι με γνωρίζουν καλά, ξέρουν πως όταν μιλάω αληθινά, παραμιλώ! 

Μετά από αυτή την απίθανη γευστική εμπειρία, ξαναπήραμε τους δρόμους, τα βουνά και τα λαγκάδια.  Σταματήσαμε σε μέρη ερειπωμένα, ακινητοποιημένα στον χρόνο, που σου διηγούνται ιστορίες άλλων καιρών, άλλων ανθρώπων, με μιαν ευφράδεια συγκλονιστική. 



Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο, φρεσκαριστήκαμε και ξαναπήραμε τους δρόμους, αυτή τη φορά για την Πόλη των Ιπποτών.  Μέσα σε ένα μεσαιωνικό στενάκι, μακριά από τα πλήθη των τουριστών, μπήκαμε σε ένα παραμυθένιο μέρος, ένα σπίτι-εστιατόριο, το Angela Castle Traditional House, που μας υποδέχτηκε και μας δέχτηκε σαν να είμαστε οι πραγματικοί του ένοικοι. Στο σπίτι αυτό μαγειρεύει μια μορφή της ροδίτικης θαλασσινής κουζίνας, ο Γιάννης Κατσιμπράκης.  Στο μακρύ τραπέζι που στρώθηκε στην εσωτερική αυλή πνιγμένη στις μπουκαμβίλιες, γίναμε και πάλι όλοι ένας. 




Την επομένη, μετά από το πλούσιο πρωινό, διεθνές αλλά και με ντόπια εμβληματικά προϊόντα του νησιού που προσφέρει το ξενοδοχείο, ξαναπήραμε τους δρόμους με προορισμό τη Λίνδο, τον πασίγνωστο αυτόν οικισμό με την μακραίωνη ναυτική παράδοση, τα πανέμορφα βοτσαλωτά δρομάκια και την ακρόπολη που δεσπόζει από πάνω με θέα στο απέραντο Αιγαίο.  Στη Λίνδο υπάρχει ένα ιστορικό εστιατόριο, ο Μαυρίκος, που από το 1933 τιμά την ελληνοϊταλική γαστρονομική παράδοση του νησιού, έχει φίλους και πιστούς σε ολόκληρο τον κόσμο, διάσημους και μη, και μαζεμένα ένα σωρό σημαντικά βραβεία γαστρονομίας. Σήμερα μαγειρεύει η τρίτη γενιά, τα αδέλφια Μιχάλης και Δημήτρης Μαυρίκος. Όμως δεν φάγαμε στο εστιατόριο, αλλά στο πανέμορφο σπίτι του Δημήτρη Μαυρίκου, ο οποίος μας υποδέχτηκε βασιλικά.  Και τι δεν μας είχε ετοιμάσει.  Αυτό που θα μου μείνει αλησμόνητο όμως είναι ένα φαγητό ροδίτικο, κρέας με στάρι, σιγομαγειρεμένο για ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο σε ξυλόφουρνο, σε τσουκάλι χωρίς καπάκι, για να κάνει κρούστα. Το όνομα του φαγητού «λακάνη», από τη λεκάνη, όπως ονομάζεται το μαυρισμένο τσουκάλι στη ροδίτικη διάλεκτο. Η γεύση του βαθιά, γήινη, συγκινητική. Το άρωμά του λεπτό και μεθυστικό, τόσο από τα κομμάτια περγαμόντου, έμπνευση προσωπική του μάγειρα, αλλά και από το κύμινο, την «μακριά μυρωδιά» όπως το ονομάζουν στη Ρόδο, που σχεδόν δεν υπάρχει φαγητό και γλυκό στο νησί που να μην μπαίνει.  Οι Ροδίτες αγοράζουν το κύμινο με το τσουβάλι, το διανοείστε; Μάθαμε πολλά εκείνο το απομεσήμερο στο σπίτι του κ. Μαυρίκου, μα πάνω από όλα το ότι η γαστρονομία στους τόπους της χώρας μας έχει βαριά  ιστορία που επιβάλλεται να συνεχιστεί στους αιώνες των αιώνων. 



 
Μα πώς θα μπορούσε το Rodos Palace να μας αφήσει να φύγουμε χωρίς ένα ακόμη αξέχαστο τσιμπούσι;  Έτσι, μαζευτήκαμε όλοι το απογευματάκι στον καταπράσινο κήπο και γευτήκαμε εξαιρετικούς μεζέδες της θάλασσας, πίνοντας ροδίτικη σούμα.  Η τελευταία έκπληξη ήταν άλλο ένα ντόπιο φαγητό, αυτή τη φορά μαγειρεμένο από την οικοδέσποινά μας αυτοπροσώπως, την κ. Μαίρη Καμπουράκη, ιδιοκτήτρια και ψυχή του ξενοδοχείου.  Ένα πιάτο που όταν το φωτογράφισα και το ανέβασα στο Instagram, όλοι νόμιζαν πως ήταν πίνακας ζωγραφικής.  Ήταν τα ψάρια ρουζέτια (θα τα έχετε ίσως ακούσει και ως κατσούλες), μαγειρεμένα σε σάλτσα αραιής σκορδαλιάς.  Μπορεί να μην αντέχω το σκόρδο, όμως δεν υπήρχε περίπτωση να μην δοκιμάσω εκείνο το ποίημα.  Περί ποιήματος επρόκειτο και συμπυκνωμένης μαγειρικής σοφίας. 



 
Έτσι, πραγματικά ώσπου να πεις κύμινο, σχεδόν χωρίς ανάσα, κύλησαν οι ώρες και ήρθε η στιγμή να αποχαιρετίσουμε και να ευχαριστήσουμε θερμά τους ανθρώπους του Rodos Palace, τη Μαίρη Καμπουράκη, τους άξιους συνεργάτες Άρτεμι Καλαντζάκου, Κατερίνα Μανουσάκη, Μάκο Τσιμέτα και βεβαίως την Ελένη Ψυχούλη, αλλά και όλους αυτούς που μας προσέφεραν, ως δώρο και φίλεμα πολύτιμο, ένα κομμάτι από τον τόπο και τον εαυτό τους. 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v