της Αγάπης Μαργετίδη
Ταράτσες στην Αθήνα υπάρχουν πολλές. Όμορφες ταράτσες, με θέες καταπληκτικές. Σαν την θέα του Galaxy όμως, λίγες. Δεν είναι μόνον ότι βλέπεις την Ακρόπολη, τον Λυκαβηττό, την Καστέλλα, ούτε ότι θαμπώνεσαι από τις φλόγες του ηλιοβασιλέματος, ούτε καν ότι νομίζεις πως με ένα τέντωμα του χεριού θα αγγίξεις τ’ άστρα. Είναι η ζωή της Αθήνας, αυτό το συνεχές βουητό σαν γουργούρισμα που συχνά πυκνά διακόπτεται από το στρίγγλισμα των σειρήνων• είναι οι δονήσεις της πόλης που σε διαπερνούν. Από το Galaxy δεν βλέπεις απλώς την Αθήνα από ψηλά, αυτό μπορείς να το κάνεις από οποιαδήποτε ταράτσα. Από το Galaxy ζεις την κάθε στιγμή του κάθε κατοίκου της. Γίνεσαι ο επιβάτης του κόκκινου αυτοκινήτου, ο ποδηλάτης με το φωσφοριζέ κράνος, ο ένοικος του απέναντι ρετιρέ, αυτός που κατεβαίνει στα έγκατα του μετρό, ο θεατής στην ταράτσα του θερινού σινεμά.
Δεν νομίζω να υπάρχει Αθηναίος που δεν έχει πάει έστω μια φορά στο μπαρ του Galaxy για να κουλάρει στην βεράντα πίνοντας ένα από τα διάσημα cocktail του, τσιμπολογώντας ίσως και κάτι ελαφρύ από τον κατάλογο του finger food. Όμως το Galaxy έχει κι ένα εξαιρετικό εστιατόριο, που προσφέρει στους πελάτες του, Έλληνες και ξένους από όλο τον κόσμο, πιάτα με έμφαση στην Ελλάδα. Το μενού έχουν επιμεληθεί οι Κώστας Αθανασίου, Executive Chef του Hilton Αθηνών και Παναγιώτης Αναστασίου, Chef του Galaxy. Ελληνικά προϊόντα συνδυάζονται με φαντασία, μπλέκονται ενίοτε με υλικά από μακρινούς τόπους, μαγειρεύονται με ιδιαίτερες τεχνικές και εμφανίζονται στο πιάτο με τρόπο που ξαφνιάζει. Κάπως έτσι, η γνωστή εμβληματική Αθηναϊκή σαλάτα με ροφό και μαγιονέζα, μεταμορφώνεται και στολίζεται με σφαίρες ούζου και τσιπς ταπιόκας με μελάνι σουπιάς (€ 23). Πιάτο σωστή ζωγραφιά, με γεύση γεμάτη αναμνήσεις.
Στην ίδια φιλοσοφία κινούνται και πολλά άλλα πιάτα του φετινού καταλόγου, όπως το παστίτσιο σε μορφή γεμιστού ραβιόλι με αρνί μπρεζέ και μπεσαμέλ με αγκινάρα Ιερουσαλήμ, λάδι βασιλικού και αρσενικό Νάξου (€ 20), το κατακόκκινο ριζότο με φρέσκια ντομάτα, κουλί κόκκινης πιπεριάς, μελιτζάνα, κουκουνάρι και αφρό φέτας με λάδι μέντας ως σύγχρονη ερμηνεία των γεμιστών (€ 29), ο ροφός στιφάδο με παλαιωμένο μπαλσάμικο (€ 42), ή το ελληνοπρεπέστατο μπέργκερ με γυλωμένη μανούρα Σίφνου, αγγούρι μαριναρισμένο σε ξύδι ρυζιού και φρέσκες τηγανιτές πατάτες(€ 34).
Τα σούσι, ολόφρεσκα, αφράτα και πολύ νόστιμα, διευρύνουν, ως οφείλουν, τις επιλογές του καταλόγου του εστιατορίου που απευθύνεται σε διεθνές κοινό (από 17 έως 32 € η μερίδα των 8 τεμαχίων). Χάρμα οφθαλμών το Dragon Roll με γαρίδα ρολαρισμένη σε πάνκο, αβοκάντο, πικάντικη μαγιονέζα και γλάσο τεριγιάκι (€ 29).
Η σχάρα ανοίγει κι αυτή την βεντάλια των επιλογών με ψητό καλαμάρι (€ 38), σπαλομπριζόλα ή φιλέτο Black Angus (€ 51 και 55 αντίστοιχα), με κάποιο από τα επτά προτεινόμενα συνοδευτικά.
Το δείπνο κλείνει εξίσου εντυπωσιακά και ελληνοκεντρικά. Το πλατό των ελληνικών τυριών σερβίρεται με κομπόστα ροδάκινου. Ο μπακλαβάς μοσχοβολάει περγαμόντο και συνοδεύεται από παγωτό χαλβά, ενώ την αρωματισμένη με ελληνικό καφέ πανακότα ακομπανιάρουν αφράτο λουκούμι τριαντάφυλλο, μπισκότο σοκολάτας και παγωτό βανίλιας Μαδαγασκάρης (η τιμή των επιδορπίων κινείται στα 15 €).
Στο εστιατόριο του Galaxy πηγαίνω οπωσδήποτε μια φορά κάθε καλοκαίρι, πέρυσι όμως δεν είχα βρει την ευκαιρία. Μετά λοιπόν από τη δίχρονη απουσία, βρίσκω πως φέτος έχει βρει το ύφος που ταιριάζει σε ένα εστιατόριο με κοσμογυρισμένη πελατεία που θέλει όμως, και πολύ ορθά, να την μυήσει στην ελληνική γεύση και τα μοναδικά προϊόντα της πατρίδας μας.