της Αγάπης Μαργετίδη
Από την Παρασκευή το μεσημέρι που κυκλοφόρησε σαν κεραυνός εν αιθρία η θλιβερή είδηση του θανάτου του Anthony Bourdain, δεν μπορώ να τον βγάλω από το μυαλό μου. Όχι, δεν είχα την τιμή να τον γνωρίσω προσωπικά, ούτε καν έχω φάει σε κάποιο από τα εστιατόριά του. Άλλωστε, οι περισσότεροι ανήκουμε σ’ αυτή την κατηγορία.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ενημέρωσης, έντυπα και διαδικτυακά, ελληνικά και διεθνή, κατακλύστηκαν από λεπτομέρειες για τον θάνατό του, φωτογραφίες, κείμενά του, βίντεο/αποσπάσματα από τις εκπομπές του, βιογραφικά στοιχεία, μαρτυρίες, ελεγείες και επικήδειους. Δεν διάβασα ούτε ένα αρνητικό σχόλιο, γεγονός που πραγματικά με εξέπληξε, γιατί όλοι ξέρουμε πώς την πέφτουν οι διάφοροι επαγγελματίες σχολιαστές και αναίσχυντα ξεσκίζουν προσωπικότητες και ζωές με λύσσα τρομερή.
Τι είναι αυτό λοιπόν που είχε ο Anthony Bourdain και τον αγαπούσαν όλοι; Έσπευσα να ψάξω στις βιβλιοθήκες μου το μοναδικό του βιβλίο που έχω διαβάσει, το περίφημο “Kitchen Confidential : Adventures in the Culinary Underbelly” (θα το βρείτε και στα ελληνικά με τον τίτλο «Κουζίνα Εμπιστευτικό : Περιπέτειες στο Υπογάστριο των Μαγειρείων», εκδόσεις Νάρκισσος, μεταφρασμένο από την σπουδαία μεταφράστρια και φίλη μου Άννα Παπασταύρου). Με μια γρήγορη ματιά, δεν βρήκα το βιβλίο, θα έχει καταχωνιαστεί σε κάποια από τις πίσω σειρές ή σε ψηλά ράφια και ομολογώ πως παρέδωσα τα όπλα, κάνει και πολλή ζέστη για ανασκαφές.
Τελικά, μάλλον καλύτερα είναι που δεν το βρήκα στη συγκεκριμένη στιγμή και συγκυρία. Τα θυμάμαι όλα και κυρίως την αίσθηση που μου έχει αφήσει. Τους αφορισμούς και τα μότο του, τα σχόλιά του για τους σεφ, τα εστιατόρια και τα κόλπα τους και πώς να μην πιανόμαστε κορόιδα. Τις εξοντωτικές μέρες και τις άγριες νύχτες μέσα στις φλεγόμενες κουζίνες της Νέας Υόρκης, τον αγώνα του να ξεφύγει από τις καταχρήσεις. Πιο άμεσα γραμμένα δεν γίνεται. Με χιούμορ υποδόριο και τραγικά αστείο, που έχουν μόνον όσοι έχουν περάσει δια πυρός και σιδήρου.
Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με την προσωπικότητα του Anthony Bourdain και χαίρομαι πολύ που διάβασα το βιβλίο πολύ πριν τον δω στην τηλεόραση. Όχι πως εκεί δεν ήταν υπέροχος, αλλά όπως και να το κάνουμε, οι εικόνες που πλάθει το μυαλό μας διαβάζοντας ένα βιβλίο, είναι αυτές που χαράζονται ανεξίτηλα στην καρδιά μας, ενώ τις περισσότερες φορές, η τηλεόραση και ο κινηματογράφος αφαιρούν τη μαγεία της φαντασίας. Ευτυχώς στην περίπτωσή του, η τηλεοπτική του εικόνα δεν πείραξε ούτε μια τρίχα από την φανταστική. Ήταν το ίδιο άμεσος, το ίδιο αστείος, το ίδιο δοτικός, το ίδιο ανθρώπινος. Η φωνή του ταιριαστή σαν γάντι με την όψη του. Βαθειά και καθαρή, αντρίκεια.
Ξαφνικά θυμήθηκα ένα άλλο υπέροχο βιβλίο, το πόνημα μιας νεοϋορκέζας φωτογράφου, της Melanie Dunea. Ονομάζεται “My Last Supper” και εκεί παρελαύνουν τα μεγαλύτερα ονόματα της παγκόσμιας γαστρονομίας, εκπληκτικά φωτογραφημένα και απαντούν στα ερωτήματα «ποιο θα θέλατε να είναι το τελευταίο σας γεύμα, πού, με ποιον ή ποιους θα το μοιραζόσασταν, ποιος θα το μαγείρευε, τι μουσική θα διαλέγατε». Αυτό το βιβλίο-λεύκωμα είναι μεγάλο και δεν χρειάστηκε να το ψάξω, άλλωστε κοσμεί το τραπέζι μου με τα βιβλία. Θυμόμουν πως ο Anthony Bourdain ήταν ένας από τους σεφ, όχι όμως ότι είχε προλογίσει το βιβλίο. Ξαναδιαβάζοντας με μεγάλη συγκίνηση τον πρόλογό του, αλλά και τις απαντήσεις του, δεν μπορώ παρά να υποκλιθώ στη γνησιότητά του και να τον ευχαριστήσω από καρδιάς για τις ανεπανάληπτες στιγμές που μοιράστηκε μαζί μας.
Αρχικά, μόλις μαθεύτηκε το άγριο και στενάχωρο γεγονός, διάβασα αχόρταγα όλα αυτά τα όμορφα πράγματα που έγραψαν γνωστοί και άγνωστοι, αλλά και τους προβληματισμούς τους για το «πίσω από την βιτρίνα». Έκανα κι εγώ με τη σειρά μου μια ανάρτηση-μαρτυρία κι ένιωσα την ανάγκη να γράψω αυτές εδώ τις λέξεις. Ό, τι και να ήταν αυτό που τον οδήγησε στο να κόψει μόνος του το νήμα που τον ένωνε με τους άλλους ανθρώπους, θα μείνει προσωπικό του θέμα. Τα όσα μοιράστηκε μαζί μας όμως, η αδιαπραγμάτευτη αγάπη του για το πραγματικό φαγητό και οι ιστορίες των ανθρώπων πίσω από αυτό, θα συνεχίσουν να εμπνέουν όλους όσους θεωρούν το φαγητό και όσα συνεπάγεται σοβαρή υπόθεση κι όχι ιστορία μόδας σε ιλουστρασιόν περιοδικό.
Τελειώνω με μια φράση από τον πρόλογό του : «Όταν εμείς οι σεφ αναρωτιόμαστε ποια θα θέλαμε να είναι αυτή η τελευταία γεύση ζωής, ξαναγινόμαστε τα παιδιά που υπήρξαμε κάποτε. Κι αν το να μαγειρεύεις επαγγελματικά σημαίνει να ελέγχεις, το να τρως καλά είναι να αφήνεσαι». Αυτό είναι, να αφήνεσαι στην ηδονή της γεύσης. Όλα τα άλλα περισσεύουν. Κι ενώ είχα ετοιμάσει ένα κάρο φωτογραφίες να συνοδέψουν τις σκόρπιες σκέψεις μου, εντέλει αποφάσισα να σας δείξω μια μόνο φωτογραφία του. Αυτή που τρώει το αγαπημένο του φτωχικό φαγητό, spicy noodles, στην αγορά κάποιας πόλης της Νοτιοανατολικής Ασίας.