της Αγάπης Μαργετίδη
Το έχω πει πολλές φορές στους φίλους μου και θα το πω και σε σας. Η μεγαλύτερη, η πιο far out, εξωφρενική, εκκεντρική, ακραία, όπως θέλετε πείτε την, δεν με νοιάζει, φαντασίωσή μου είναι να περάσω τα γεράματά μου στη σουίτα ενός ξενοδοχείου. Μέχρι τώρα με έβλεπα ως κυρία των αρχών του περασμένου αιώνα σε κάποιο κλασσικό Grand Hôtel των Αθηνών ή του εξωτερικού, περιστοιχισμένη από αντίκες, λινά σεντόνια, αφράτες τεράστιες πετσέτες, κολλαριστά τραπεζομάντηλα, silver plated σερβίτσια, αστραφτερά κρύσταλλα και φίνες πορσελάνες. Είπατε κάτι;
Αυτά μέχρι τις προάλλες, γιατί όταν πάτησα το πόδι μου στο The Foundry Hotel ένα μικρό boutique apartment ξενοδοχείο στη γειτονιά του Ψυρή, άρχισα να αμφιταλαντεύομαι. Πραγματικά έμεινα έκθαμβη από την ομορφιά του ανακαινισμένου βιομηχανικού κτηρίου του Μεσοπολέμου, που αρχικά υπήρξε η επέκταση των στάβλων των συγκοινωνιών της Αθήνας, αργότερα λειτούργησε ως στοιχειοχυτήριο, τυπογραφείο, κατάστημα τράπεζας, ενώ τα τελευταία χρόνια στέγασε το θέατρο Πολιτεία. Η δουλειά που έχει γίνει, τόσο εξωτερικά όσο κι εσωτερικά, είναι η αρτιότερη, αρχιτεκτονικά και αισθητικά, δουλειά που έχω δει στην Ελλάδα. Όπου έχω πάει μέχρι στιγμής, πάντα θα βρεθεί κάτι, μικρό ή μεγάλο, που θα μου γκριζάρει την εικόνα, που θα με κάνει να γκρινιάξω. Δεν μιλάω για την αισθητική, ή τουλάχιστον όχι αποκλειστικά, αυτή ας πούμε ότι δεν είναι ίδια για όλους, αν και πιστεύω ακράδαντα πως το τι είναι καλαίσθητο και τι όχι, είναι αντικειμενικό. Από ‘κει και πέρα, μπαίνει το προσωπικό γούστο όπου κάποιος μπορεί να πει ότι κάτι δεν τον εκφράζει ή δεν τον συγκινεί και ότι δεν θα το επέλεγε για εκείνον. Αυτό βεβαίως όχι μόνο το δέχομαι, το αποζητώ κιόλας, γιατί αλλιώς θα μας ρούφαγε η βαρετή ομοιομορφία.
Στο The Foundry Hotel πάντως, όχι μόνο παραφωνία δεν βρήκα, ούτε καν μια στραβά βαλμένη πρίζα, έτσι για το μάτι βρε αδελφέ! Από την υπέροχη πρόσοψη με τους κρεμαστούς κήπους, την αντισυμβατική ρεσεψιόν με τη βιβλιοθήκη και την εμφανή κάβα του υπογείου, τον ανελκυστήρα με τη ζωντανή boho ταπετσαρία, μέχρι τις εντυπωσιακές τροχαλίες που ανεβοκατεβάζουν τα βιομηχανικά παράθυρα. Την ανάδειξη του φυσικού αττικού φωτός αλλά και τα διαλεγμένα ένα προς ένα φωτιστικά, τέλεια σχεδιασμένα για την διάχυση του τεχνητού φωτός το βράδυ. Τα διαφορετικά και ενίοτε φαινομενικά ετερόκλητα υλικά, χρώματα, έπιπλα και αντικείμενα, είναι σοφά διαλεγμένα ώστε να ενώνουν και να συνταιριάζουν διαφορετικές εποχές, ύφη και υφές. Το κάθε πράγμα έχει μια ιστορία να διηγηθεί. Κάτι από το παρελθόν του κτηρίου, τις προηγούμενες χρήσεις του, την ίδια τη ζωή στη γειτονιά του Ψυρή, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, θα μπορούσε να είναι το διαμάντι της πόλης, εάν υπήρχε στρατηγικός κεντρικός πολεοδομικός και αρχιτεκτονικός σχεδιασμός κατά τα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών πόλεων (αλλά πού τέτοια τύχη…). Πέρα από το καλαίσθητο του συνόλου όμως, είδα και την πρακτική πλευρά, η οποία συχνά θυσιάζεται στο όνομα του design, αυτού του παντελώς διαστρεβλωμένου όρου. Εδώ δεν συμβαίνει αυτό, το αντίθετο, όλα είναι σχεδιασμένα με πρωταρχικό σκοπό την άνεση και την ευεξία που νιώθει ο ένοικος ή ο επισκέπτης, χωρίς να τον πνίγουν αχρείαστα ή φωνακλάδικα στοιχεία. Ακόμα και οι εκρήξεις των χρωμάτων, όπως ας πούμε ο κίτρινος νιπτήρας στο μπάνιο ενός από τα διαμερίσματα, ξαφνιάζει ευχάριστα και ενώνεται σε απόλυτη αρμονία με τον χώρο.
Τυχεροί όσοι ταξιδιώτες επιλέξουν το Foundry για την διαμονή τους στην πόλη μας. Τυχεροί όμως κι εμείς που μπορούμε να απολαύσουμε ένα καθόλου συνηθισμένο απόγευμα ή βράδυ στην εξαίσια ταράτσα του, που έχει σχεδιαστεί σαν αθηναϊκή αυλή, φυτεμένη με δέντρα, λουλούδια και βότανα, επιπλωμένη με άνετες, όμορφες καρέκλες, πολυθρόνες και ξύλινους πάγκους, με την θέα της Ακρόπολης από τη μια και του Αστεροσκοπείου από την άλλη να πρωτοστατούν. Το ξενοδοχείο, από την Τετάρτη έως και την Κυριακή, από τις 6 το απόγευμα έως τη 1 μετά τα μεσάνυχτα, μας υποδέχεται όλους, ενοίκους και μη, στην ταράτσα για πικνίκ. Ένα πικνίκ στην πόλη, ένα πικνίκ με τα όλα του. Μα τι ιδέα κι αυτή! Ψάθινο καλάθι, καρό πετσέτες και διάφορες λιχουδιές, όλες ελληνικές και όλες εκλεκτές, όπως τα νόστιμα τυριά και τα αλλαντικά, οι ελιές, το ζυμωτό ψωμί και τα παξιμάδια, οι ξηροί καρποί και τα φρούτα, η σαλάτα και τα ξιδάτα πικλαρισμένα βραστά αυγά. Ένα μίνι hamburger σε αφράτο ψωμάκι, όχι με μοσχαρίσιο κιμά αλλά με αργομαγειρεμένο χοιρινό, ελαφρώς πικάντικο, μπουκιά και συχώριο, ήταν το πιάτο της συγκεκριμένης ημέρας που απόλαυσα το πικνίκ. (Το κάθε καλάθι είναι για δύο άτομα και κοστίζει 26 €). Ο επιτόπιος ξυλόφουρνος βγάζει λεπτές, νόστιμες πίτσες, καθόλου βαρυφορτωμένες. Εξαιρετικές σπάνιες μπύρες μικρών ζυθοποιείων και κρασιά, επίσης μικρών, οινοποιείων, συνοδεύουν το ελαφρύ φαγητό. Χαλαρή μουσική, χαλαρή ατμόσφαιρα, χαλαροί, χαρούμενοι άνθρωποι.
Μιλώντας για ανθρώπους, δεν μπορώ να μην σας πω δυο λόγια για τους τρεις φίλους που έφτιαξαν αυτό το αριστούργημα. Ο Μάριος Κούλλουρος, η Έφη Μαλανδράκη και ο Μίλτος Πορτοκάλης βρέθηκαν τυχαία σε ένα νησί. Ο Μάριος, με εμπειρία στην αγορά ακινήτων, είχε εντοπίσει το κτήριο και μαζί με την Έφη και τον Μίλτο που είναι αρχιτέκτονες, πήραν την μεγάλη απόφαση. Τρία χρόνια μετά, με πολλή δουλειά, απόλυτη αφοσίωση και προσήλωση στον στόχο, το ξενοδοχείο άνοιξε τον Οκτώβριο του 2018 και από την πρώτη στιγμή όλοι μιλούσαν γι’ αυτό. Τους γνώρισα και τους τρεις και μιλώντας για λίγο μαζί τους, όλα κούμπωσαν και κατάλαβα πολύ καλά τι είναι αυτό που έφτιαξε τη σημερινή εικόνα.
Φεύγοντας από το Foundry Hotel χαμογελούσα μόνη μου μέσα στο ταξί που με πήγαινε στο σπίτι και είχα κολλημένο στη μύτη μου το ευωδιαστό θυμάρι στη μικρή του γλάστρα, δώρο των οικοδεσποτών. Δεν μπορώ παρά να είμαι υπερήφανη για τους συμπατριώτες και συμπολίτες μου που πειραματίζονται και τολμούν, που ανοίγονται στον κόσμο, που βάζουν το λιθαράκι τους για να κάνουν πιο ευχάριστη και πιο αισιόδοξη τη ζωή σ’ αυτή τη δύσκολη και καμιά φορά στενάχωρη, μα πολυαγαπημένη πόλη.
Σημ. Όπως καταλαβαίνετε κι αφού έχετε διαβάσει την πρώτη – παραληρηματική, το παραδέχομαι – παράγραφο αυτού του κειμένου, μετά από όσα είδα στο Foundry Hotel, βρέθηκα στο δίλημμα για το πού θα γεράσω, όταν έρθει εκείνη η ώρα. Νομίζω πως το βρήκα. Γιατί να περιοριστώ σε ένα στυλ; Θα το’ χω δίπορτο!