της Αγάπης Μαργετίδη
Ω ναι, συμβαίνει κι αυτό, σε κάποιες περιπτώσεις. Λαμπρό παράδειγμα το Artisanal. Σε ένα πανέμορφο κτήριο που ανακαινίστηκε υποδειγματικά με σεβασμό στον χώρο και την ιστορία του, με έναν κήπο ονειρεμένο κι ένα αίθριο που σε μεταφέρει σε κάποιαν άλλην εποχή, τότε που η Κηφισιά είχε αρχοντιά, υπέροχα vintage έπιπλα διαλεγμένα ένα προς ένα, μα πάνω απ’ όλα με τη ζωντάνια του, το Artisanal είναι πάντα γεμάτο από κόσμο που έρχεται από όλη την Αθήνα, κάπως σαν κι εμένα, που ανηφορίζω με ευχαρίστηση προς τα πάνω για τα δυο τρία μαγαζιά που ξεχωρίζουν.
Το στοίχημα που έβαλαν οι δύο ιδιοκτήτες του, ο Φώτης Σεργουλόπουλος και ο Βαγγέλης Γερασίμου κερδήθηκε από την πρώτη μέρα και το Artisanal είναι, εδώ και τέσσερα χρόνια, ένα στέκι Κηφισιώτικο αλλιώτικο από τ’ άλλα. Είναι all-day, είναι bar-restaurant, είναι café, προσφέρει πρωινό, brunch, snacks, cocktails, δείπνο. Προσωπικά δεν με ελκύουν αυτά τα μέρη, κι ας μας έχουν περικυκλώσει. Τι το διαφορετικό έχει λοιπόν το Artisanal; Με μια λέξη, χαρακτήρα. Και θετική ενέργεια.
Οι χώροι του σού δίνουν το ελεύθερο να επιλέξεις αυτό που επιθυμείς ανάλογα με την ώρα, τη μέρα και, κυρίως, με τα κέφια σου. Θέλεις κόσμο; Μένεις κάτω και πίνεις ή τρως στην εντυπωσιακή μπάρα ή τα τραπέζια. Ακούς τις μουσικές σου και χαζολογάς το πολύβουο πλήθος. Για την αύρα του καλοκαιρινού κήπου δεν υπάρχουν λόγια, μόνο αν πας θα καταλάβεις τι εννοώ. Έχεις τις κλειστές σου, είσαι με το αμόρε σου ή έχεις όρεξη για κουβέντα ήσυχη; Ανεβαίνεις επάνω και είσαι σαν στο σπίτι σου, όπου μπορείς να κάνεις ό, τι σε ευχαριστεί. Να καθίσεις άνετα στον καναπέ ή σε τραπέζι, να φας, να πιεις, να εξομολογηθείς sotto voce. Εκεί επάνω, κάθε χρονιά φιλοξενούνται έργα τέχνης και φέτος, για όλο τον χειμώνα, θα βρίσκονται τα έργα του εικαστικού Θωμά Τουρναβίτη, σε μια έκθεση με τον τίτλο “Couples”. Αν και στην αντίδραση του καθενός μπροστά σε ένα έργο τέχνης δεν υπάρχουν όρια ούτε «πρέπει», εγώ θα σου το πω αυτό το «πρέπει». Πρέπει να δεις τα ζευγάρια του Τουρναβίτη‧ σε κάποιο από αυτά θα αντικρίσεις ένα κομμάτι του εαυτού σου.
Το δεύτερο σπουδαίο χαρακτηριστικό του Artisanal είναι η κουζίνα του. Ο Δημήτρης Δημητριάδης, πολυβραβευμένος και πολυταξιδεμένος, αλλά με τα πόδια του να πατάνε γερά στη γη, τη γη που τον γέννησε και τον ανέθρεψε, έφερε τα πάνω κάτω στην Κηφισιά. Ξέχνα τα προφανή, ξέχνα τις κακές απομιμήσεις, ξέχνα και τις μόδες. Εδώ θα φας αληθινό φαγητό, με εκλεκτά υλικά και γενναία δόση δημιουργικότητας, αυτής όμως που προσπερνά το φαίνεσθαι και μπαίνει στην ουσία.
Μου αρέσει που το μενού δεν είναι τεράστιο (άλλο ένα πρόβλημα των all-day), έχει όμως μελετηθεί έτσι, ώστε να μην λείπει τίποτε. Το κάθε πιάτο που έρχεται στο τραπέζι φανερώνει γνώση, φροντίδα και αγάπη. Κι αν η τελευταία λέξη ακούγεται στ’ αυτιά σας ως κοινοτοπία, που ένα δίκιο το ‘χετε, πιστέψτε με ότι την έγραψα μετά λόγου γνώσεως. Δοκίμασα πολλά πιάτα από το καινούργιο χειμωνιάτικο μενού και ούτε για ένα, ούτε για δείγμα, δεν είπα απλά οκέι. Οι λαχανοντολμάδες, ένα από τα πλέον αγαπημένα μου φαγητά του χειμώνα, φόρεσαν τα καλά τους : με γέμιση από κιμά ορτυκιού και μανιτάρια, φίνο αυγολέμονο από σελινόριζα και ένα πανέμορφο, όσο και νόστιμο, “φόρεμα” από λάχανο Savoy, με πήγαν πίσω στον χρόνο, όταν τρώγαμε τους αφράτους και φινετσάτους λαχανοντολμάδες της θείας μου. Το σπανακόρυζο, αντιθέτως, δεν το αγαπώ καθόλου. Εδώ όμως θα μπορούσα να φάω διπλή μερίδα γιατί το σπανάκι και τα άλλα μυρωδάτα χορταρικά της εποχής έγιναν σάλτσα σε ένα από τα αρτιότερα ριζότι που έχω φάει, ενώ οι σουπιές, κομμένες σαν ταλιατέλες, καθώς και το τρίμμα αυγοτάραχου, συμπλήρωναν το εξαιρετικό αυτό πιάτο.
Το κουνουπίδι μεταμορφώθηκε σε πιάτο περιωπής με τρεις διαφορετικούς τρόπους: ψητές χοντρές φέτες κουνουπιδιού με κάρυ και σταφίδες, ψιλοκομμένο σαν κουσκούς ωμό κουνουπίδι, βελούδινος πουρές κουνουπιδιού και σάλτσα καρότου με κύμινο και κόλιανδρο. Γι’ αυτό το φαγητό γινόμουν και vegan, που λέει ο λόγος! Το παστίτσιο είναι άλλο ένα ποίημα, μεταμορφωμένο κι αυτό, αλλά μόνον εμφανισιακά, γιατί η νοστιμιά του με έμπασε από την πίσω πόρτα σε άλλη μια κουζίνα του παρελθόντος, αυτή της μητέρας μου, γιατί, αν κάτι έκανε τέλεια εκείνη, ήταν το άψογα ισορροπημένο παστίτσιο. Και μη νομίζετε πως είμαι από αυτούς που ορκίζονται στο φαγητό της μαμάς τους, μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Ήρθε η σειρά της πάπιας. Ποια πάπια μα ποια πάπια; Σιγομαγειρεμένη και γι’ αυτό απίθανα τρυφερή, τόσο που μπορείς να την κόψεις με πιρούνι, σχεδόν γλυκιά αλλά χωρίς ζάχαρη (που η μόδα τη θέλει σχεδόν παντού), με την φίνα πικράδα των ψητών σικορέ (άλλο ένα λαχανικό που δυστυχώς συναντάμε σπανιότατα στα εστιατόρια), το γήινο άρωμα του παντζαριού και την σπιρτάδα των κράνων, ήταν άλλο ένα πιάτο αριστούργημα.
Θέλετε να σας πω και για τα επιδόρπια; Να ξέρατε πόσο με βασανίζετε, αλλά θα σας κάνω τη χάρη, αφού πρώτα φάω ένα κομματάκι σοκολάτας για να αντέξω! Κολοκυθόπιτα με κρέμα αρωματισμένη με κάρδαμο, τραγανό παστέλι από κολοκυθόσπορους και παιχνιδιάρικο sorbet σαγκουίνι με γλυκάνισο. Ζουμερή μανταρινόπιτα που πάνω της αναπαύεται ένα μανταρίνι σωστό κομψοτέχνημα από σοκολάτα γάλακτος και παγωτό βανίλια με άνθη κανέλας. Τσουρέκι μοσχομυριστό και βελούδινη σοκολατένια namelaka με παγωτό ανανά αρωματισμένο με σπιρτόζικο ginger. Κι αν δεν θέλετε γλυκό, υπάρχει μια επιλογή από τυριά, όλα εκλεκτά κι όλα ελληνικά.
Κι ένα άλλο, πολύ σοβαρό θέμα : στο Artisanal δεν θα ξεπαραδιαστείτε, κι ας βρίσκεστε στην Κηφισιά. Οι μερίδες είναι πλούσιες και οι τιμές ξεκινούν από τα 7,5 € στο brunch (το οποίο, παρεμπιπτόντως μιλά άπταιστα ελληνικά), ενώ το ακριβότερο πιάτο του δείπνου κοστίζει 23 €, με τις ενδιάμεσες τιμές των κυρίως πιάτων να κινούνται γύρω στα 15 €.
Νομίζω πως σας τα είπα όλα με το νι και με το σίγμα. Κι αν παρέλειψα κάτι, δεν έχετε παρά να πάτε στο Artisanal κι αν δεν είναι τα πράγματα όπως σας τα διηγήθηκα, ελάτε να μου ζητήσετε τα ρέστα!
Τι συμβαίνει στο Artisanal της Κηφισιάς; Η Αγάπη βρέθηκε εκεί και μας μεταδίδει όλα τα ωραία που έζησε (και γεύτηκε)…
Διαβάστε επίσης
×