Τα Αρχαία να μπουν στη θέση τους

Παρά φύσιν η όχι παρά φύσιν, η υπερβολική διδασκαλία των αρχαίων είναι ένα βαρίδι στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Τα Αρχαία να μπουν στη θέση τους
Το γλωσσικό είναι από τα ζητήματα που επιστρέφουν ξανά και ξανά στην ελληνική κοινή γνώμη. Και αν παλιότερα προκαλούσε μέχρι και ταραχές στο κέντρο της Αθήνας, σήμερα οι τόνοι έχουν πέσει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ενεργοποιούνται συγκρουσιακά αντανακλαστικά.        

Πιο πρόσφατο αλλά προφανώς όχι τελευταίο περιστατικό στην… γλωσσική  η αντιπαράθεση που ξέσπασε γύρω από τις δηλώσεις Φίλη ότι είναι «παρά φύσιν» να διδάσκονται τα παιδιά περισσότερες ώρες Αρχαία από ό,τι Νέα ελληνικά.   

Σχεδόν 150 χρόνια αφότου πρωτοξεκίνησε το γλωσσικό να απασχολεί τους ανθρώπους τα δύο στρατόπεδα παραμένουν σε γενικές γραμμές ίδια, έχοντας από τη μια μεριά αυτούς που επιθυμούν τη μεγαλύτερη δυνατή επαφή της καθημερινότητας με τα αρχαία ελληνικά και αυτούς που διαφωνούν.

Αν και τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών έχουν εκσυγχρονιστεί, νομίζω ότι ο «διχασμός» αυτός, που κάποτε ανεβοκατέβαζε κυβερνήσεις, έχει κοινή ρίζα με την αντιπαράθεση του παρελθόντος. Είναι μια αντιπαράθεση που έχει να κάνει με μια θολή διάσταση της εθνικής παράδοσης.

Ας εξηγηθώ. Γύρω στο 1870 ο «εθνικός» μας ιστοριογράφος, Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος ύφανε τεχνητά τις ρίζες του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Συνέραψε το αρχαίο ελληνικό στοιχείο που η Ευρώπη θαύμαζε, με το βυζαντινό- χριστιανικό που ήταν απαραίτητο για το αρραγές του νεοσύστατου τότε κράτους, με τη βοήθεια και της εκκλησίας.   

Τα φαινομενικά αντίρροπα αυτά στοιχεία ενώθηκαν κάτω από το σχήμα του Παπαρηγόπουλου, και αποτέλεσαν για πολλά πολλά χρόνια- για να μην πω ότι ψιλοαποτελούν ακόμη- την επίσημη γνώμη του ελληνικού κράτους για την ιστορία του. Δεν είναι τυχαίο ότι η σχολική ιστορία είχε μέχρι πολύ πρόσφατα τέτοια χροιά. Η προβολή της «εθνικής συνείδησης» στο θέμα της γλώσσας συνδέθηκε με την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη χρήση των αρχαίων ελληνικών- ένα άλλωστε από τα βασικά επιχειρήματα όσων υπεραμύνονταν του αδιατάρρακτου της ελληνικότητας, από την αρχαιότητα έως τη σύγχρονη εποχή.  

Με τον Βενιζέλο η ανάγκη του εκσυγχρονισμού του κράτους έφερε στο προσκήνιο την ανάγκη για μια κατανοητή από όλους γλώσσα- επιχείρημα που επέστρεψε επί Κωνσταντίνου Καραμανλή, αλλά δεν κατάφερε να νικήσει τις αγκυλώσεις της αρχαιολατρικής δεξιάς.

Μετά την οριστική επικράτηση της δημοτικής έναντι της καθαρεύουσας κατά την Μεταπολίτευση, οι γλωσσαμύντορες έριξαν το βάρος στη διδασκαλία των αρχαίων στα σχολεία- βάρος από το οποίο η παιδεία εξακολουθεί να πάσχει.

Αν θέλουμε να εντοπίσουμε την ιδανική σχέση που πρέπει να έχουν οι μαθητές με τα αρχαία ελληνικά πρέπει πρώτα να προσδιορίσουμε ποια είναι η σχέση μας με την αρχαία Ελλάδα. Για πόσο θα πρέπει να αποδεικνύουμε στους άλλους και στους εαυτούς μας ότι «είμαστε απόγονοι του Σωκράτη»;  Μήπως αυτή η κατ΄ επιλογήν κληρονομιά μας εμποδίζει από το να δούμε τη θέση μας σε μια σύγχρονη διεθνοποιημένη σε μεγάλο βαθμό κοινωνία;

Τα αρχαία πρέπει να μείνουν στα σχολεία γιατί είναι ένας θαυμάσιος τρόπος να ακονίζεται το μυαλό με τις σημασίες και τις συντακτικές χρήσεις. Με σωστή χρήση είναι ένα εργαλείο που δεν πρέπει να επιτρέψουμε να εκλείψει. Ούτε όμως και να μας καπελώσει στερώντας από τα παιδιά τη δυνατότητα να αποκτήσουν φρέσκια ευρύτητα πνεύματος.

Η αρχαία ελληνική γραμματεία εκεί θα είναι. Όποιος θελήσει, ας τη μελετήσει. Δεν φαντάζομαι παρά ελάχιστους από εμάς που διδαχτήκαμε αρχαία στο σχολείο, να έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να το κάνουν επειδή «ξέρουν να διαβάσουν το κείμενο στο πρωτότυπο».
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v