Είμαστε σε πόλεμο; Ναι, εκτός από τον πόλεμο στα ναρκωτικά, τον πόλεμο στην πατριαρχία ή κι εγώ δεν ξέρω τι. Ρωτάω αν είμαστε σε πόλεμο πόλεμο, αυτόν που χρειάζεται όπλα και στρατηγικές και ένα συλλογικό αίσθημα ότι πρέπει να προστατέψουμε την πατρίδα από μια άμεση απειλή. Αν τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει, τότε επίσης αναρωτιέμαι γιατί δεν έχουμε πάρει με τις ντομάτες τον Δημήτρη Αβραμόπουλο, ο οποίος δήλωσε πως τρεις νέοι άνθρωποι πέθαναν ‘πάνω στο καθήκον’.
Για να τα πάρουμε απ’ την αρχή, δεν έχω υπηρετήσει ακόμα. Συνεπώς, θα μου πεις, η γνώμη μου για οτιδήποτε αφορά τον στρατό δεν πιάνεται. Ποιος είμαι εγώ για να κρίνω τι είναι καθήκον και τι όχι; Και ποιος ξέρει τι θα λέω όταν μπω εκεί μέσα και βγω αλλαγμένος, όπως φαίνεται ότι συμβαίνει σε όλους. Γιατί είναι μια αλήθεια που θα σου πουν όλοι όσοι πέρασαν με επιτυχία αυτή την μεγάλη διαβατήρια τελετή: ο στρατός είναι το τελευταίο βήμα για να γίνεις άντρας. Με συγχωρείς, αλλά τρεις άνθρωποι κυριολεκτικά π έ θ α ν α ν επειδή κάποιος δεν έκανε καλά την δουλειά του εκεί μέσα, αν μ’ αυτά τα δεδομένα αυτός είναι ο τρόπος να γίνω άντρας, χώσε με σε μια βάρκα με τα γυναικόπαιδα και στείλε με στο διάολο— όπου λογικά θα έχω καλύτερες συνθήκες ζωής.
Και ξανά, δεν μπορώ να μιλήσω εκ πείρας. Και από όσους γνωστούς έχω που βίωσαν πρόσφατα το φανταριλίκι, έχω ακούσει άλλες τόσες διαφορετικές απόψεις. Όλα φαίνεται να έχουν να κάνουν με το πόσο τυχερός είσαι. ‘Αν θέλεις να γ@#ήσεις, μπορείς να το πεις και θα πάρεις λίγες ώρες άδεια’ μου είπε ένας φίλος μου. ‘Είχαμε έναν που δήλωσε άθεος και τώρα κάνει όλες τις αγγαρείες’, μου είπε ένας άλλος. Το μόνο πράγμα στο οποίο οι περισσότεροι συμφωνούν είναι πως όλη αυτή η εμπειρία δεν τους προσέφερε τίποτα παραπάνω από βαρεμάρα. Ατέλειωτες κενές ώρες στις οποίες δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα. Εκτός απ’ το να βγάζεις σέλφι, αυτό υποθέτω το επιτρέπουν πια, αρκεί οι φωτογραφίες να είναι ομαδικές και οι φαντάροι να γράφουν πόσο τέλεια περνάνε.
Οπότε, πού ακριβώς βρίσκεται αυτό το καθήκον; Πού θρέφεται αυτή η αγάπη για το χώμα που πατάμε, πότε αρχίζουμε να νιώθουμε ότι ανά πάσα στιγμή θα πεθαίναμε για την πατρίδα; Και, στο τέλος, πώς δημιουργείται αυτό το συναίσθημα; Δεν χρειάζεται παραπάνω από δυο λεπτά έρευνα στο Google για να βρεις βίντεο με φαντάρους να φωνάζουν εθνικιστικά συνθήματα. Δεν χρειάζεται παραπάνω από δυο λεπτά κουβέντα με οποιονδήποτε για να σου το επιβεβαιώσει. Αυτοί οι τρεις στρατιώτες δεν ήταν ξαφνικές και απροσδόκητες απώλειες ενός καθαρού, λειτουργικού συστήματος. Ο θεσμός του στρατού είναι προβληματικός σε τόσο πολλές πλευρές, μέσα σ’ ένα τόσο προβληματικό κράτος, που θα ‘πρεπε να αναρωτιόμαστε πώς δεν συνέβη νωρίτερα. Τα νοσοκομεία και τα σχολεία δεν παίρνουν αρκετά κονδύλια, θα ενδιαφερθούμε για τις συνθήκες ζωής των φαντάρων; Ταυτόχρονα όμως, εξακολουθούμε να προπαγανδίζουμε τον θεσμό και την μεγάλη ιδέα της προστασίας της πατρίδας. Επειδή, ξέρεις, ένα μάτσο παιδιά που μόλις τέλειωσαν με το σχολείο και δεν έχουν ακόμα ιδέα τι θέλουν να κάνουν στην ζωή τους, είναι ακριβώς οι άνθρωποι που θα σηκώσουν τα όπλα να μας προστατέψουν.
Αν τελείωσαν με το σχολείο, δηλαδή. Γιατί αφήνουμε άτομα που δεν μπορούν να συντάξουν μια σωστή πρόταση να πιάσουν όπλα; Χωρίς, επίσης να υπολογίζουμε το ιστορικό τους; Τις προσωπικότητές τους; Και, την ίδια στιγμή, γιατί αν – στις σπάνιες περιπτώσεις – κάποιος καταφέρει να αποδείξει ότι δεν είναι ικανός να υπηρετήσει, θα πρέπει να ζήσει όλη την υπόλοιπη ζωή του σαν τον τρελό του χωριού; Ένας τύπος μπορεί να είναι αυτοκτονικός, ή να έχει θέματα διαχείρισης οργής, αλλά επειδή θέλει να βρει δουλειά κάποια στιγμή στο μέλλον, θα προτιμήσει να υποκριθεί και θα περάσει εννιά μήνες κουβαλώντας όπλο. Οτιδήποτε κάνει μ’ αυτό το όπλο δεν είναι δική μας ευθύνη.
Τρεις νέοι άνθρωποι σκοτώθηκαν, και άσχετα από ό,τι έχει να πει ο κάθε υπέρμαχος της πατρίδας, ο θάνατός τους δεν ήταν ηρωικός. Ήταν τραγικός, και οι οικογένειές τους βρίσκονται σε πόνο που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε. Αν θέλουμε όντως να τιμήσουμε αυτούς τους νεκρούς, μαζί τους πρέπει να θάψουμε και όλο το κατεστραμμένο σύστημα αξιών μας.