κ. Σαββόπουλε, παλιά ήσασταν καλύτερος

Ο Πλούτος του Σαββόπουλου επιβεβαίωσε τη γνώμη μου για τον όλο και λιγότερο συμπαθή τραγουδοποιό που άλλοτε είχε στιγμές μεγαλείου. Το ότι τον αγάπησα για εκείνες τις στιγμές με κάνει να τον παρακολουθώ ακόμη.   
Αγάπησα τον Σαββόπουλο ως έφηβος και δε μετανιώνω. Οι στίχοι του είναι από τους πιο ενδιαφέροντες της ελληνικής δισκογραφίας και η ματιά του για τη μουσική ήταν από τις ανατρεπτικότερες μέχρι και τον Μπάλο.

Παρακολούθησα από αρκετά κοντά την αλλαγή του, ή καλύτερα την προβλέψιμη μετάλλαξή
του σε συντηρητικό που πρότεινε ως κυβερνητική λύση τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, αποκαλούσε «παπατζή» τον Ανδρέα και μιλούσε για τα λάθη της αριστεράς. Τότε, σε δύο εξαιρετικά τραγούδια του δίσκου «Το κούρεμα» προέβλεπε «5 αιώνες εθνικής δύσης» και μιλούσε για «κωλοέλληνες» και «μασκαρλίκια».

Στη συνέχεια τον έπιασε η μανία με την Ελλάδα, την ορθοδοξία, το Βυζάντιο τον πανβαλκανισμό και λοιπές μπούρδες που όλες είχαν ως κοινό παρανομαστή μια κάποια υπεροχή του έλληνα έναντι των «βαρβάρων». Κάπου εκεί- 2 ή 3 μόλις χρόνια μετά άρχισε να βλέπει την εθνική μας ανάταση την οποία κήρυττε και σε συνεντεύξεις και με τραγούδια όπως «Μέρες καλύτερες θα΄ρθούν».

Παρά το ότι όσο περνούν τα χρόνια μου γίνεται και λιγότερο συμπαθής, δε νομίζω ότι θα μπορέσω ποτέ να ξεπεράσω την εκτίμηση και τον θαυμασμό που ένιωθα εκεί στα 14-15. Αυτά φαντάζομαι ότι ευθύνονται για το ότι ακόμη και σήμερα που δεν παράγει πια τίποτα καινούριο, βλέπω σχεδόν οτιδήποτε κάνει, πολλές φορές γνωρίζοντας ότι το κίνητρό του είναι τα έσοδα.

Αυτά τα σκεφτόμουν όταν έκλεινα εισιτήρια για τον Πλούτο, την παράσταση που σκηνοθετεί ο ίδιος φέτος, αξιοποιώντας τη μουσική που είχε γράψει για το έργο στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Σε όλους τους τόνους ο Σαββόπουλος τασσόταν κατά αυτών που εκσυγχρονίζουν τον Αριστοφάνη, επισημαίνοντας ότι «δεν χρειάζεται» επικαιροποίηση το συγκεκριμένο αρχαίο κείμενο.

Τελικά, δεν άντεξε στον πειρασμό και διάνθισε αρκετά σημεία της παράστασης με αναφορές στην σημερινή κρίση, την λιτότητα, την συμπεριφορά μας ως λαού τις τελευταίες δεκαετίες και διάφορα τέτοια. Παρ΄όλα αυτά, θα ήταν μια πολύ καλή παράσταση Αριστοφάνη, αφενός γιατί οι ερμηνείες ήταν επαρκέστατες και αφετέρου γιατί ο Σαββόπουλος έχει μια έμφυτη και λεπτή αίσθηση του χιούμορ και γνωρίζει τη χρήση της σάτιρας.

Το ολίσθημα της παράστασης ήταν η πρόζα του Σαββόπουλου όταν ως «άγγελος εξάγγελος» απευθύνθηκε στο κοινό σε στυλ “τα΄λεγα εγώ” , προφανώς επιλέγοντας να εμφανιστεί ως ο προφήτης που εγκαίρως είχε προβλέψει την καταστροφή των ημερών μας και να προσπεράσει τελείως την εποχή που έβλεπε «καλύτερες μέρες». Ούτε λίγο ούτε πολύ κατηγόρησε την ελληνική νοοτροπία για τη «φούσκα της διαβίωσής της» αναλαμβάνοντας ρόλο «σύγχρονου Αριστοφάνη».

Η επιλογή ήταν ατυχής. Τόσο πολυφορεμένη και εύκολη κριτική δε μπορεί να σταθεί σε ένα λόγο που φιλοδοξεί να έχει σημασία. Από έναν ευφυή άνθρωπο περίμενα μια βαθύτερη και ουσιαστικότερη κριτική- ή, ακόμη καλύτερα, απλώς και μόνο την αίσθηση που θα φρόντιζε να αφήσει η παράσταση από μόνη της.

Στο τέλος της καλλιτεχνικής του ζωής όμως πια ο Σαββόπουλος δεν φαίνεται να έχει την πνευματική αυτάρκεια να σνομπάρει το ευρύ κοινό όπως έκανε όταν «του Θεού η χάρη τον φυλούσε από τα σουξέ». Τα θεάματα που στήνει εκλιπαρούν όλο και περισσότερο για το χειροκρότημα των «φρικτών μικροαστών» και επιχειρούν να εξαργυρώσουν την περασμένη αξία του. Η ευφυΐα του τον γλιτώνει από το να είναι θλιβερός και επιτρέπει στα ταλέντα του καμιά φορά να δημιουργούν ενδιαφέροντα πράγματα όπως αυτός ο Πλούτος.

Η ανοχή στον λαϊκό διδακτισμό είναι το εισιτήριο που καλείστε να πληρώσετε για να τον παρακολουθήσετε.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v