Η ρακέτα να γίνει λάβαρο αντίστασης

Στη Μάνη απαγόρευσαν τις ρακέτες. Ακούγεται σαν ξεσηκωμός. Κάτι σαν "πυροβολισμοί ακούγονται από το Καλλιφόνι". Όσοι πανηγυρίζουν για τα μπαλάκια που γλίτωσαν δεν έχουν σκεφτεί το προφανές: Ζουν στη χώρα που την απαγόρευση του καπνίσματος είχε εγγυηθεί ο ίδιος ο Πρωθυπουργός...
Στη χώρα που η «απαγόρευση του καπνίσματος» έγινε ανέκδοτο ακόμη και όταν ο ίδιος ο Πρωθυπουργός εγγυήθηκε ότι θα εφαρμοστεί, αποφασίστηκε η απαγόρευση των ρακετών. Όχι παντού- στη Μάνη.

Το βασικό πρόβλημα του διεθνούς δικαίου δεν είναι ότι δεν μπορεί να καθορίσει τις δίκαιες μεταξύ κρατών πρακτικές με βάση τις διεθνείς συνθήκες, αλλά ότι δεν έχει κανέναν να εξαναγκάσει την εφαρμογή τους.

Στην χώρα μας λοιπόν, μπορεί περίφημα να ψηφίζεται μια διάταξη είτε σε επίπεδο νομαρχίας, δήμου ή Βουλής, αλλά αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι θα εφαρμοστεί. Αυτό ισχύει γιατί η ψήφιση ή η λήψη απόφασης σχετίζεται με το τι θα έπρεπε να κάνουμε, ενώ η εφαρμογή με το τι πραγματικά κάνουμε- πεδίο στο οποίο προφανώς είμαστε λιγότερο πρόθυμοι να διακριθούμε.

Έτσι λοιπόν οι διοικητικές αποφάσεις στην Ελλάδα υπόκεινται σε δύο αξιολογήσεις. Η πρώτη είναι το «μα, κανείς δεν σκέφτηκε να κάνει… το τάδε;» και η δεύτερη «σιγά μην εφαρμοστεί αυτός ο νόμος!».

Το θέμα με τις ρακέτες αξίζει την διπλή ανάγνωση. Σε ό,τι αφορά το πρώτο κριτήριο, είναι μάλλον δημοκρατικότερο το να μην επιτρέπονται άκριτα οι ρακέτες αφού οι περισσότεροι από αυτούς που δεν παίζουν, μάλλον θίγονται. Αλλά εδώ επεμβαίνουν οι racketeers και ως άλλοι καπνιστές ζητούν ειδικούς χώρους για ρακέτες. Ποιος πολιτικός να αρνηθεί το δικαίωμα στη ρακέτα;

Η σοβαρότητα του όλου θέματος είναι αντάξια της θερινής ειδησεογραφίας και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται. Ο Ιοβόλος στέκεται αλληλέγγυος τόσο σε όσους χαίρονται που δεν θα ενοχλούνται πλέον από τα μπαλάκια όσο και σε όσους θρηνούν για την απώλεια του καλύτερου τρόπου μαυρίσματος που έχει εφεύρει ποτέ ο άνθρωπος.
Έτσι και αλλιώς όμως υπάρχει το δεύτερο κριτήριο που λέγαμε και άρα δεν υπάρχει περίπτωση η απόφαση αυτή να εφαρμοστεί. Εκτός ίσως από τις περιπτώσεις που το αστυνομικό τμήμα είναι μέσα στην παραλία.
Τι μένει λοιπόν; H χαρά της συζήτησης για τους περισσότερους και η απογοήτευση για το «δεν θα γίνουμε ποτέ κράτος» για όσους διατηρούν παρόμοιες ελπίδες. Αυτοί οι τελευταίοι φαντάζομαι θα είναι από αυτούς που χάρηκαν και για το κλείσιμο της ΕΡΤ. Και σε αυτούς όμως η κυβέρνηση θα δώσει πίκρες, τουλάχιστον σχετικά με τη βούλησή της να χτυπήσει το χέρι στο τραπέζι.
Το κυβερνητικό σχέδιο για την ΕΡΤ συνίσταται στη σοφή και δοκιμασμένη στάση των ελληνικών κυβερνήσεων: Αν το πρόβλημα σού προκύψει μετά το Μάιο, ασ’το να ξεθυμάνει μόνο του- τα μπάνια του λαού θα κάνουν τη δουλειά.
Σιγά- σιγά οι φωνές θα χαλαρώσουν στα κτίρια της ΕΡΤ θα μείνουν λίγοι συνδικαλιστές, τα μέσα που θα θέλουν να βοηθήσουν τν Κυβέρνηση από Σεπτέμβριο θα αρχίσουν να φωνάζουν πως η κατάληψη του ραδιομεγάρου δεν αφήνει τον κόσμο της ΝΕΡΙΤ να δουλέψει και ο (μοναδικός παγκοσμίως) υφυπουργός για τη δημόσια τηλεόραση θα μιλήσει για τους λίγους που δεν γίνεται να καταπιέζουν ολόκληρη την κοινωνία και να της στερούν το αγαθό της δημόσιας τηλεόρασης.
Και μετά, το θέμα ΕΡΤ θα μπει στο όμορφο ράφι των αναμνήσεων.



Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v