Η Ιστορία είναι πιο σημαντική από τη Ρεπούση

Η Ρεπούση είναι "οι βάρβαροι" των ημερών αφού τολμάει να επιτίθεται στα όσα μάθαμε μικροί στο σχολείο. Τι λείπει όμως και η ελληνική κοινωνία είναι έρμαιο των "ακραίων" απόψεων τύπου Ρεπούση και όσων θέλουν να την κάψουν στην πυρά;     

Στο πρόσωπο της κ. Ρεπούση η ελληνική κοινή γνώμη φαίνεται ότι για άλλη μια φορά βρίσκει τον εχθρό που χρειάζεται για να ξεχνάει τους καημούς της. Η κ. Ρεπούση με το υστερικό σθένος της αριστερής της φύσης δεν διστάζει να επιτεθεί σε κάθε «αυτονόητο» που δεν προέρχεται από την δική της ιδεολογική κοιτίδα και που χρησιμοποιείται για να ενισχύσει το μύθο του πόσο γαμάτοι/ταλαιπωρημένοι κλπ είμαστε εμείς οι Έλληνες.

Το να αμφισβητήσει κάποιος ότι ένα ιστορικό γεγονός έγινε «έτσι ακριβώς» είναι εξαιρετικά εύκολο ακόμη και αν δεν ανήκει στην επαγγελματική τάξη των ιστορικών. Πρόκειται δε για πολύ πιο εύκολο εγχείρημα όταν έχει κανείς να αμφισβητήσει τις αφελείς και ελληνοκεντρικές ανοησίες που αποτελούν μεγάλο μέρος της διδασκόμενης στα σχολεία ιστορίας.

Κατ΄ εμέ η κ. Ρεπούση είναι μια στριφνή επιστήμονας η οποία επιτίθεται σε ένα αντιπαθές και παγιωμένο σύστημα ιστορικών «γνώσεων» που ο μέσος έλληνας έχει για την καταγωγή του. Δεν είναι δύσκολο, γιατί αυτό ακριβώς το σύστημα είναι διάτρητο από τις εθνικές κορώνες και τον ελληνοκεντρισμό.

Στις πρόσφατες δηλώσεις της η βουλευτής της ΔΗΜΑΡ διαφώνησε με τις ποινές κατά όσων δεν αναγνωρίζουν τις γενοκτονίες, όπως αυτή των Ποντίων και των Αρμενίων, και εμμέσως αμφισβήτησε την ιστορική αλήθεια του Χορού του Ζαλόγγου. Η κ. Ρεπούση διαφώνησε με το ότι όλοι πρέπει να έχουν την ίδια γνώμη με την ελληνική Βουλή για τις γενοκτονίες. Αυτή η θέση φαντάζει «αντεθνική». Ο χορός του Ζαλόγγου δεν έχει πόντους να μας δώσει στην εξωτερική πολιτική, αλλά μας αρέσει σαν εικόνα αυτοθυσίας και ηρωισμού.

Την Παρασκευή, η ίδια η κ. Ρεπούση επιχείρησε να αμβλύνει τις αντιδράσεις και σχολίασε πως «δεν σημαίνει ότι η ιστορική επιστήμη είναι υποχρεωμένη να δεχθεί τις πολιτικές αποφάσεις και μάλιστα να τιμωρούνται όσοι έχουν διαφορετική άποψη».

Αυτό κατά τη γνώμη μου εισάγει μια σειρά από ενδιαφέροντα ερωτήματα: Πού η Ιστορία γίνεται πολιτική και ποιες άμυνες έχει η αλήθεια έναντι μιας τέτοιας χρήσης; Πρέπει η ιστορία να πειθαρχεί στις πολιτικές αποφάσεις ή πρέπει να στέκεται ψηλότερα από αυτές;
Και πώς διασφαλίζεται αυτό το «ψηλότερα»; Όσο αριστερότερα τόσο «ψηλότερα»;

Αυτό που μπορεί να διαπιστώσει εύκολα όποιος ασχοληθεί έστω και λίγο με την ιστορία είναι το πόσο εύκολο είναι να την στρέψεις όπου θέλεις. Σε προσωπικό επίπεδο αυτό δεν είναι πρόβλημα, αφού ο καθένας τελικά βρίσκει και διαβάζει την ιστορία που του αρέσει και νιώθει ικανοποιημένος με τις πληροφορίες που πήρε. Όταν όμως μιλάμε για τη δημόσια χρήση της ιστορίας- δηλαδή την πολιτική ή τη σχολική διδασκαλία- το πράγμα μπερδεύεται. Και μπερδεύεται γιατί τότε πρέπει να βρεθεί κάτι εξαιρετικά δυσεύρετο: Η «μία» Ιστορία• η αλήθεια.

Πόσο δύσκολο είναι να παραθέσει κανείς τα γεγονότα χωρίς κρίσεις; θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης. Πιο δύσκολο από ό,τι φαίνεται. Ένας επιθετικός προσδιορισμός ή μια ασάφεια, ακόμη και μια παράλειψη, είναι εύκολο να χρωματίσει πολιτικά μια εξιστόρηση.

Ακόμη και στα βιβλία του δημοτικού, μετά τον «συνωστισμό» της Ρεπούση μπορεί κανείς να διακρίνει την αμηχανία και την ανησυχία των συγγραφέων για την απόχρωση που η ιστορία την οποία αφηγούνται θα αφήσει. Προσπαθεί ο καθένας τους να τη βγάλει καθαρή από πιθανό κράξιμο και όχι να δώσει μια στέρεα και πλήρη πηγών εκδοχή της Ιστορίας.

Μετά, διάφοροι ημιμαθείς με μόνα εφόδια την γεμάτη ανακρίβειες ιστορία που διδαχθήκαμε στο σχολείο φρίττουν με τις λίγο ή πολύ αιρετικές απόψεις τύπου Ρεπούση, ως μέρος του εθνικού τους καθήκοντος. Έτσι, χωρίς να έχουν τα εφόδια για να διαφωνήσουν επί της ουσίας μαζί της, την αφορίζουν.

Ο λόγος που αποτυγχάνουμε ως κοινωνία να έχουμε μέτρο και βολοδέρνουμε από την Ρεπούση μέχρι εκείνους που θέλουν να την κάψουν στην πυρά είναι το έλλειμμα της ιστορικής παιδείας. Η ιστορική παιδεία δίνει πρόσβαση σε ένα πολύ σημαντικό δίδαγμα πολιτικής επιστήμης: Οι πολλές πληροφορίες κάνουν τη μία σχετική και επιτρέπουν την ανοχή στις διαφορετικές ερμηνείες.
 
Ανάμεσα σε αυτό το δίδαγμα και στο άσπιλο του χορού του Ζαλόγγου, διαλέγω χωρίς δισταγμό το πρώτο. Μακροπρόθεσμα είναι ασύγκριτα καλύτερη αντιφασιστική ασπίδα από όλα τα νομοσχέδια που λανσάρονται υπό την εποπτεία επικοινωνιολόγων.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v