Μπαμπινιώτη (δεν) σ΄ευχαριστώ

Καμιά φορά η ερμηνεία μιας λέξης επισημοποιείται από την ασφάλεια ενός γραφείου και περιλαμβάνεται σε ένα λεξικό. Όταν αυτή η ερμηνεία όμως κατέβει στο πεζοδρόμιο, το πιθανότερο είναι ότι θα έχει ήδη μεταμορφωθεί σε συλλογική συνείδηση χωρίς ευαισθησίες.
Στον Μπαμπινιώτη καταλογίζουν ότι όταν ανέλαβε υπουργός Παιδείας, αντί να διαχειριστεί απλώς τα θέματα του υπουργείου έως ότου η πολιτική κατάσταση ομαλοποιηθεί και γίνουν εκλογές, προχώρησε σε ένα- δυο βασικές ρυθμίσεις νόμου που βόλεψαν «δικούς του» (ιδιοκτήτες σχολείων κλπ).

Δεν θα ασχοληθώ με αυτές τις αιτιάσεις, πρώτον γιατί δεν έχω τρόπο να εξακριβώσω την
αλήθεια τους και δεύτερον γιατί θεωρώ ότι το μεγαλύτερο ατόπημα του «εθνικού μας γλωσσολόγου» ήταν και είναι άλλο: Ο Μπαμπινιώτης αποφάσισε να εξαργυρώσει την τηλεοπτική φήμη που απέκτησε στη δεκαετία του 1980 με το Ομιλείτε Ελληνικά εκδίδοντας λεξικό της ελληνικής. Με γεια του με χαρά του.

Το γεγονός ότι το λεξικό αυτό προτίμησε να αποτυπώσει τον αγοραίο τρόπο της καθομιλουμένης, αντί για τον συχνά αποστειρωμένο των σοβαρότερων λεξικών, επιμελώς παραλήφθηκε να δημοσιοποιηθεί. Αντιθέτως, ο δημιουργός του ποντάρισε εμπορικά πάνω στην αυθεντία του, όπως αυτή παρίσταται στον μέσο Έλληνα- υποψήφιο αγοραστή, αποφεύγοντας να πει ότι το πόνημά του ήταν μια καταγραφή του ποιες λέξεις μιλιούνται σήμερα και όχι του ποιες είναι «σωστές» λέξεις και οι σημασίες τους.

Το «σωστές» δεν το έγραψα αβασάνιστα. Ενώ η ελευθερία της γλώσσας είναι ζητούμενο στην κοινωνική ζωή, στην λεξικογραφική παράδοση είναι κατάρα- τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου.

Από τη φύση του λεξικού λοιπόν είχε τότε προκύψει το γνωστό περιστατικό με τον «Βούλγαρο» που κατά τον κ. Μπαμπινιώτη έχει ως δεύτερη σημασία «τον οπαδό του ΠΑΟΚ». Αν το θέμα ξεπεράστηκε είναι γιατί η διανόηση που παραδοσιακά στην Ελλάδα αριστερίζει δεν θέλησε να δώσει συνέχεια σε ένα θέμα που τελικά αφορούσε την «εθνική ταυτότητα».

Πέρα όμως από τις ελιτίστικες επισημάνσεις μου, υπάρχει ένα πεδίο που τα πεπραγμένα Μπαμπινιώτη αγγίζουν την πραγματικότητα και μάλιστα με τρόπο σκληρό.

Προχθές, ελέω απεργίας έπεσα πάνω σε ένα ντοκυμαντέρ κάποιου κρατικού καναλιού για τους ξένους που βρίσκονται στην Ελλάδα. Το τμήμα του ντοκυμαντέρ που παρακολούθησα αφορούσε όσους κατάγονται από τις Φιλιππίνες. Μιλούσαν στην κάμερα Φιλιππινέζοι επιστήμονες, εργάτες και οικιακές βοηθοί. Μιλούσαν παππούδες και πιτσιρίκια που γεννήθηκαν εδώ και που, αν άκουγες τη φωνή τους μόνο, δεν θα ξεχώριζες φυλή. Μίλησε και μια νεαρή γύρω στα 30. «(…)Τότε θυμάμαι είχε βγάλει ο κ. Μπαμπινιώτης ένα λεξικό που στο «Φιλιππινέζα» έλεγε: ‘οι οικιακές βοηθοί’», είπε εις άπταιστον ελληνικήν η κοπέλα.

Και μετά σταμάτησε να μιλάει.

Αισθάνθηκα ξαφνικά όλη την αδικία που απευθύνθηκε σε αυτούς τους ανθρώπους. Και στα κείμενα που θεωρούνται «επίσημα», αυτοί οι τελευταίοι έχουν ένα ταξικό (;) ταβάνι που τους διαβεβαιώνει ότι δεν μπορούν να είναι τίποτε άλλο παρά ό,τι προστάζει η… καθομιλουμένη.

Άραγε, τι δημιουργείται πρώτα; Μια λέξη ή η σημασία της; Το δίλημμα είναι πιθανότατα ψευτοδίλημμα, αφού όλες οι γλώσσες όταν χρειάζονται μια λέξη φροντίζουν να χρησιμοποιήσουν κάποια από τις υπάρχουσες ή να βρουν μια νέα. Οι λέξεις είναι σκέψη όμως (όπως αποδεικνύεται από το ότι δεν μπορείς να σκεφτείς κάτι που δεν μπορείς να ορίσεις) και η σκέψη είναι συνείδηση. Έτσι, προφανώς και η ευθύνη του Μπαμπινιώτη στο συγκεκριμένο δεν είναι ότι θέτει ο ίδιος το ταβάνι• είναι ότι το επισημοποιεί στη συλλογική συνείδηση που περιλαμβάνει και τους ίδιους τους πληττόμενους.

Μπορεί αυτός να μην έχει πρόβλημα «να τον τρώνε οι κότες», αλλά τα πίτουρα έχουν ιδιαίτερη μυρωδιά που καμιά φορά με ενοχλεί.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v