Η εποχή των καλοκαιριών

Ο Ιοβόλος παραληρεί για τις αναμνήσεις του από τότε που ήταν ελεύθερος σαν πουλί και μπορούσε να ξενυχτά και να διαβάζει χωρίς να σκέφτεται το πρωινό ξύπνημα. Σημειώνει δε ότι όλα αυτά ουδεμία σχέση έχουν με την κανονική επικαιρότητα, παρά μόνο αυτή που έχει στο μυαλό του.    
Κάθε καλοκαίρι τουλάχιστον μία φορά έρχεται στο μυαλό μου το μυθιστόρημα «Η εποχή των καφέδων» του Γιάννη Ξανθούλη. Όχι γιατί πρόκειται περί αριστουργήματος- να πω την αλήθεια δεν θυμάμαι επακριβώς την ιστορία του, πάνε και χρόνια που το διάβασα- αλλά γιατί μου χάρισε μια κατάσταση που στο μυαλό μου ταυτίστηκε με τις καλοκαιρινές νύχτες.

Τα ζεστά βράδια σε ένα από τα πάλαι ποτέ δοξασμένα παραθεριστικά προάστια των Αθηνών (στυλ Λούτσα, Κάλαμος κλπ) με φόντο τη βασική ιστορία, οι ήρωες του μυθιστορήματος μαζεύονται και πίνουν καφέ (εσπρέσο;) που ετοιμάζει η πλέον εμβληματική φιγούρα της ιστορίας που αν θυμάμαι καλά είναι gay και γιατρός. Οι νύχτες περνούν με αγρύπνια και ανούσιες συζητήσεις που δημιουργούν αίσθημα τρυφερότητας ακριβώς επειδή είναι σχεδόν μάταιες• δεν έχουν λόγο ύπαρξης.

Στο μυαλό του χωρίς υποχρεώσεις νεαρού φοιτητή που ήμουν όταν πρωτοδιάβασα τη νουβέλα, η κατάσταση που περιέγραφε λογοτεχνικά ο Ξανθούλης, η οιονεί συντροφιά που εξασφάλιζαν προς τους απανταχού ξενύχτηδες τα νυχτέρια των πρωταγωνιστών της αφήγησης, έβαλαν τη σφραγίδα του «συνειδητού» σε κάτι που ήδη έκανα.

Το να ετοιμάζω καφέ στις 2 τα μεσάνυχτα και να κάθομαι να διαβάσω το βιβλίο μου έως τις 5 έμεινε στο μυαλό μου ως εποχή ξενοιασιάς και απουσίας πρωινών υποχρεώσεων.

Από όταν υπέκυψα στον εκβιασμό που λέγεται εργασία, θυμάμαι τα καλοκαιρινά αυτά βράδια με νοσταλγία μεσήλικα.

Όχι πως δεν θα μπορούσα ένα Σάββατο βράδυ ή κάποια νύχτα στην άδειά μου να φτιάξω ένα καφέ και να ξενυχτήσω διαβάζοντας. Θα μπορούσα, αλλά αυτό θα ήταν highlight και όχι «εποχή».

Άσε που τώρα πια ο καφές με «πιάνει» και ο ενθουσιασμός μου δεν αρκεί για να αναπληρώσει τις ώρες ύπνου που δεν θα έχω την επόμενη ημέρα.

Με αυτό τον τρόπο στον τοίχο του ρεαλισμού τσαλακώνονται όλες οι νοητικές (;) προσπάθειες των ρομαντικών να αναβιώσουν τις αναμνήσεις τους. Οι δικές μου δεν θα αποτελούσαν εξαίρεση.

Άραγε τι από αυτά που ζω σήμερα θα γίνει στο μέλλον «ανάμνηση» που μάταια θα θέλω να ξαναζήσω; Μάλλον κάτι από αυτά που σήμερα κάνω «αυτόματα». Πάντα έτσι συμβαίνει.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v