Γενιά χωρίς καημό

Το δράμα (;) μιας γενιάς που ενηλικιώνεται χωρίς μεγάλες αναμνήσεις, χωρίς ιδιαίτερα σοκ και χωρίς καημούς που θα γίνονταν μεγάλες λαϊκές επιτυχίες.
Γενιά χωρίς καημό
γράφει ο Θοδωρής Διάκος

Προχθές πέτυχα στην τηλεόραση τον Μανώλη Μητσιά να τραγουδάει. Το ένστικτό μου έλεγε να αλλάξω αμέσως κανάλι, μα η μητέρα μου άρπαξε το τηλεκοντρόλ και το έσφιξε δυνατά. Όχι. Άκου και λίγη καλή μουσική, μου είπε. Bitch please, σκέφτηκα, ακούω Τόρι Έιμος απ’ τα δεκαπέντε, ξέρω από καλή μουσική. Αποδεικνύεται πως όταν η μάνα μου λέει για "καλή μουσική" εννοεί παλιά ελληνική πονεμένη μουσική. Μουσική με καρδιά, μουσική με ψυχούλα. Γιατί το δικό μου τρανζίστορ που παίζει τα αμερικάνικα (και τα βρετανικά, τους Βρετανούς δεν τους ξεπερνάς) είναι κατά βάθος κενό.

Και προβάλλω το λογικό μου επιχείρημα. Γιατί να θέλω να ακούσω τραγούδια για ξενιτεμένους που εύχονται ο Χριστός να τους έχει καλά; Πόσο πόνο ν’ αντέξω; Ή, η Τόρι Έιμος που σκέφτεται ότι δεν έχει πάει στα Μπαρμπέιντος, άρα πρέπει να γλυτώσει ενώ την βιάζει ένας άγνωστος με το μαχαίρι στο λαιμό, δεν είναι πιο κλασάτος πόνος; Τι σχέση έχω εγώ με τους μετανάστες; Αυτό ακούστηκε χρυσαυγίτικο. Ας το αναδιατυπώσω.

Τι σχέση έχω εγώ με τους μετανάστες; Σοβαρά τώρα, είναι οι ρίζες μου εκεί; Ποιες ρίζες, που μ’ αυτά και μ’ εκείνα έχω γίνει πιο ανθέλληνας κι απ’ την Μέρκελ. Η οποία μετά την πανκωλεθρία στο ποδόσφαιρο, λογικά θα το γλέντησε στο σπίτι με μια πινιάτα στο σχήμα του Τσίπρα. Να και τούτη, να και ‘κείνη, αναρχοκομμούνι.

Το θέμα μου είναι, και φτάνω εκεί, πως ανακαλύπτω όλο και περισσότερο ότι η γενιά μου έχει πρόβλημα να συνδέεται με πράγματα. Δεν έχουμε μεγάλες αναμνήσεις, δεν έχουμε φάει σοκ. Σίγουρα, όταν έβλεπα από μία σταθερή κάμερα στα δέκα μου επί μισή ώρα τις βόμβες να πέφτουν στο Ιράκ, το βράδυ φοβόμουν μην σκάσει καμιά στην πίσω αυλή, αλλά ως εκεί.

Τα κακά του να είσαι η γενιά των υπολογιστών, υποθέτω. Αυτά που οι γονείς μας μπορεί να μην είχαν καν ονειρευτεί, εμείς τα έχουμε είδος πρώτης ανάγκης. Εξέλιξη. Φυσική διαδικασία, όμορφη διαδικασία. Αλλά όλα σε ένα ιδανικό πλαίσιο. Δεν μιλάω για τον Μητσιά, ούτε για τον Νταλάρα ούτε για κανέναν. Μιλάω για εμάς και τα μυαλά που κουβαλάμε. Φορτωμένα μυαλά. Δεν είναι τυχαίο που θυμάμαι από την τρίτη δημοτικού τα ονόματα και των εκατό πενήντα Πόκεμον (αλλά ξέχασα την προστακτική των αρχαίων). Όταν όλα γκαζώνουν από μπροστά σου, κάποια θα τα πιάσεις, κάποια θα τα αγνοήσεις, και τα περισσότερα θα τα ξεχάσεις. Το μυαλό μας είναι πλέον ένα βιβλίο γεμάτο υποσημειώσεις –και τίποτα άλλο. Αυτή είναι η new age φυσική επιλογή;

Αυτά τα τραγούδια, συνεχίζει η μάνα μου, γιατί σιγά μην το άφηνε εκεί, έχουν μέσα τον καημό που πέρασε ο Έλληνας, δεν ξέρεις πως είναι να παρατάς το παιδί σου για να πας εργάτης στη Γερμανία. Όχι, προφανώς δεν το ξέρω, γιατί δεν έχω παιδί, κι ούτε σκέφτομαι να κάνω, αν καταλήξω να είμαι τριάντα και άνεργος, που θα είμαι τριάντα και άνεργος. Ήδη νιώθω τριάντα και άνεργος, χέσε με δηλαδή. Και μέχρι τα δύσμοιρα τα είκοσι τα είχα όλα. Είχα βρει μια κούτα με παιδικά παιχνίδια και παραμύθια και κουκλιά κι εγώ δε ξέρω τι, και μόλις την άνοιξα έβαλα τα κλάματα. Όχι επειδή ένιωσα την αγάπη των γονιών μου να με πλημμυρίζει, αλλά επειδή συνειδητοποίησα ότι αν αυτά τα λεφτά είχαν μπει σε έναν λογαριασμό, τώρα θα σπούδαζα στο Γέιλ, ο κολλητός μου ο Τζάρεντ θα σπούδαζε φιλοσοφία και θα κάπνιζε πολύ χόρτο, η κοπέλα μου η Φιόνα θα ήταν dance major και θα κάναμε δίδυμο Τζον Τραβόλτα – Ούμα Θέρμαν, και θα άκουγα ακόμα πιο άγνωστες μπάντες από αυτές που ακούω τώρα. Θα ήμουν κάποιος εντελώς διαφορετικός. Και πάλι δεν παίζει να μπορούσα να ακούσω Μητσιά.

Κι αν είναι το προαιώνιο χάσμα γενεών. Κι αν είναι η έλλειψη κινήτρου. Αγαπάμε την Ελλάδα, αλλά βρίζουμε και την Ελλάδα. Γιορτάζουμε για την Ελλάδα και πονάμε για την Ελλάδα. Αναρωτιόμαστε τι μας πρόσφερε στο τέλος η Ελλάδα. Στο Ιστορικό είμαι, κι ανάθεμα αν κάποιος ξέρει ιστορία εκεί μέσα. Ίσως εκείνη η τύπισσα που δεν χρωστάει ούτε ένα μάθημα και βγάζει απ’ το βρακί της αράχνες. Ξανά η φυσική επιλογή. Οι αδύναμοι παίρνουν το αίμα τους πίσω. Αν ακούει και Μητσιά, θα την σκοτώσω. Αλλά σιγά, για Οικονομόπουλο την κόβω. Λες και έζησε αυτή τον πόνο της ξενιτιάς, που θα μου το παίξει και υπεράνω.


Όταν όλα γκαζώνουν από μπροστά σου, κάποια θα τα πιάσεις, κάποια θα τα αγνοήσεις, και τα περισσότερα θα τα ξεχάσεις. Το μυαλό μας είναι πλέον ένα βιβλίο γεμάτο υποσημειώσεις –και τίποτα άλλο.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v