Τι είν' η πατρίδα μας; Μην είν' τα σύμβολά της, οι ετήσιοι τσακωμοί για το ποιος θα τα σηκώσει, και το πόσο κοντή θα είναι για τη σημαία της μια φούστα;
Όλοι φεύγουν αυτές τις μέρες σπίτια τους για 25η. Το ίδιο θα κάνω κι εγώ. Αλλά ακούγεται κάπως υποκριτικό, ε; Πάω σπίτι για την 25η. Τι είναι η 25η; Για ποιο λόγο να είναι αυτό δικαιολογία για πενθήμερες διακοπές;
Σοβαρά, ποιο είναι το νόημα πλέον; Η εθνική υπερηφάνεια; Όλα αυτά έφυγαν απ’ το παράθυρο τη μέρα που ο πρώτος αγανακτισμένος πάτησε πόδι στο Σύνταγμα, πράγμα που ανεπίσημα μεταφράζεται σε "αφήσαμε την μία άγνοια για την άλλη, αλλά πλέον λέμε ότι είμαστε ενήμεροι". Η ιδέα της πατρίδας που είχαμε τότε ήταν ένα μπούγιο μαθητών με αταίριαστα ρούχα που περπατούσαν με κακό συγχρονισμό στο ρυθμό ενός κακού τύμπανου. Η ιδέα της πατρίδας που έχουμε τώρα είναι μια απύθμενη σκατότρυπα που έχει πάρει φωτιά. Και στο μεταξύ, τα παιδάκια που ρωτάνε οι δημοσιογράφοι κάθε χρόνο τι γιορτάζουμε την 25η Μαρτίου δεν ξέρουν τη τύφλα τους. Νικήσαμε τους Γερμανούς. Είπαμε το όχι στους Πέρσες. Έκανε πάρτι η Χρουσαλά στο Αβέρωφ.
Και δώσ' του κάθε χρόνο οι ίδιες συζητήσεις: πότε μια φούστα είναι πολύ κοντή; Συγγνώμη δηλαδή, έχεις ένα μάτσο δεκαπεντάχρονες, που λογικά παίρνουν το έτερον ήμισυ της SOPA από τα δώδεκα και στέλνουν γράμματα στη στήλη συμβουλών του Cosmo, "έκανα πρωκτικό με το αγόρι μου χωρίς προφυλακτικό, είμαι έγκυος;", και το πρόβλημα είναι αν θα δείξουν μπούτι στη παρέλαση; Δηλαδή, αν είσαι σέξι, δεν μπορείς να τιμάς την πατρίδα; Η Μπουμπουλίνα που ήταν περήφανη ελληνοπούλα δηλαδή δεν πηδιότανε;
Πότε μια φούστα είναι πολύ κοντή και ποιος να σηκώσει τη σημαία. Ας κάνουμε μια κλήρωση. Να βάζεις τα παιδάκια από μικρά στον ανταγωνισμό, να τρώνε τις σάρκες τους να βγάλουν περισσότερα δεκάρια, γιατί είναι ΤΙΜΗ να σηκώσεις την ελληνική σημαία. Δε μας χέζεις λέω ‘γω, άμα θέλω κι εγώ παίρνω μια ελληνική σημαία, πάω στην πλατεία, την σηκώνω και χαίρομαι. Μα είναι το συμβολικό του ζητήματος, θα μου πεις. Κι εγώ συμβολικά θα το κάνω. Θα πάρω πενήντα άτομα, θα πάμε όλοι με σημαίες στη πλατεία να κάνουμε φλάσμομπ. Όχι να βλέπεις τα δεκάχρονα να περπατάνε μες στο δρόμο με το χαμόγελο του προσκόπου και να τρέμει το χέρι μη τους πέσει η σημαία που είναι και βαριά. Κι από δίπλα οι παραστάτες με το βλέμμα του βρυκόλακα, "θα σ’ εξοντώσω, πούστη, που μου ‘κλεψες την περηφάνια! Τι ‘μαι ‘γω ρε; Που θα με πεις και παραστάτη; Ξέρεις πόσες ώρες βγάζω τα μάτια μου να μαθαίνω εξισώσεις δευτέρου βαθμού;".
Και μετά ψωνίζονται. Ο δε σημαιοφόρος μας στο δημοτικό, μόνο που δεν μας έβαζε να του μιλάμε στον πληθυντικό. "Βλήμα!" του είχα πει μια μέρα στα αγγλικά, γιατί ήταν βλήμα και μεγάλο μάλιστα. "Έχεις δει πολλά βλήματα να σηκώνουν σημαία;" με ρώτησε και προτίμησα να μην απαντήσω. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται, ακόμα κι από μένα που, αντικειμενικά, μ’ αρέσει να μιλάω. Μ’ αρέσει να μιλάω τόσο πολύ που το "Μ’ αρέσει να μη λέω πολλά" είναι απ’ τα τραγούδια που μισώ.
Αλλά η χειρότερή μου είναι αλλού. Η χειρότερή μου είναι που κάθε χρόνο, σε κάποιο χωριό στην Πίνδο που έχει είκοσι κατοίκους κι εφτά κατσίκες, θα βγει σημαιοφόρος ένας αλλοδαπός, με προτίμηση στην Αλβανία, για να είναι πιο αστεράτη η είδηση, και θα διχαστεί όλη η χώρα. "Είναι ΑΔΥΝΑΤΟ να κρατήσει το Εθνικό μας Σύμβολο ένας Αλβανός! Είναι ντροπή!"
Ξέρεις τι είναι ντροπή; Ντροπή είναι που αυτός ο Αλβανός βγάζει καλύτερους βαθμούς από το καθαρόαιμό σου στα αρχαία ελληνικά, στην ελληνική ιστορία, στη νεοελληνική λογοτεχνία και στην έκφραση-έκθεση. Ντροπή για το παιδί σου, γιατί στο τέλος θα είναι πάλι το προνομιούχο, και ντροπή για σένα, γιατί του δίνεις που του δίνεις τα γονίδιά σου, ας άφηνες τουλάχιστον τα μιμίδια στο ντουλάπι.
Και για να ξέρεις, εγώ την 25η θα πάω σπίτι μου για να τη βγάλω στη φτήνια και να μου φτιάξει γεμιστά η μάνα μου.
Κάθε χρόνο, σε κάποιο χωριό στην Πίνδο που έχει είκοσι κατοίκους κι εφτά κατσίκες, θα βγει σημαιοφόρος ένας αλλοδαπός, με προτίμηση στην Αλβανία, για να είναι πιο αστεράτη η είδηση, και θα διχαστεί όλη η χώρα.