Αν κάποιος εμπνευστεί από αυτό το κείμενο να γράψει ραπ, θα τον πυροβολήσω στον κώλο. Μαδαφάκα.
Είμαι ένας άρρωστος άνθρωπος. Perpetually άρρωστος— αυτό είναι ένα από τα side effects, θα είμαι πλέον ένας από εκείνους τους ‘πώς το λέτε εσείς στα ελληνικά’. Πριν ένα χρόνο ήμουν καταθλιπτικός γιατί προφανώς όλοι περνάνε το στάδιο, μετά είχα κρίσεις άγχους, και μετά πήγα στην Ολλανδία. Κι εκεί κατακερματίστηκα.
Δεν μπορείς να μείνεις ο εαυτός σου όταν πας έξω. Δεν είναι δυνατόν. Δεν μιλάς την γλώσσα σου καταρχάς, εκτός κι αν κάνεις παρέα μόνο με έλληνες, που σ’ αυτή τη περίπτωση πρέπει να πυροβολήσεις ο ίδιος τον εαυτό σου στον κώλο, γιατί αυτό είναι απλά λυπηρό. Διχασμένη προσωπικότητα λοιπόν. Τριχασμένη. Διάολε, δεν ξέρω πόσες έχω, αλλά εγώ είμαι και περίεργος.
Και τώρα που γυρνάω, το μόνο που έχω να πω είναι ότι άξιζε. Άξιζε που διαμόρφωσα σύνδρομο πολλαπλής προσωπικότητας και που δεν θα ξέρω ποιος είμαι και πώς να φερθώ στη Κομοτηνή. Όπως δεν θα ξέρω πώς να φερθώ πλέον σε όσους άκουγαν για Εράσμους και πέταγαν τα χέρια στον αέρα λέγοντας ‘Σιγά μην αφήσω εγώ την Κομοτηνάρα!’. Γιατί η Κομοτηνάρα έχει μπουζούκια. Και ένα κλαμπ. Σίγουρα είναι καλύτερα εκεί. Και δε λέω ότι πήγα τώρα εγώ στα ξένα και γύρισα πεφωτισμένος (που σίγουρα ένα κομμάτι μου το νιώθει, και χωρίς ενοχές μάλιστα), αλλά σίγουρα δεν μπορώ πλέον να συμβαδίσω με την νοοτροπία ‘ας πάμε για καφέ κι ας πάρουμε πεντάρια να τελειώνουμε’. Αυτό δεν είναι πανεπιστήμιο, ούτε φοιτητική ζωή· αυτό είναι μια μαλακία και μισή, την οποία δεν πρόκειται να αλλάξουμε γιατί μας βολεύει. Άσε που αν γίνουν τα μαθήματα υποχρεωτικά, δεν θα χωράνε οι φοιτητές στα αμφιθέατρα, που λέει και μια παλιά μου καθηγήτρια. Γιατί είναι τόσο σημαντικό να έχουμε όλοι πτυχίο πανεπιστημίου, προφανώς, αλλά μην το κάνουμε και δύσκολο, δεν θα πάμε και για Νόμπελ.
Μιζέρια.
Όχι, ξέρεις τι είναι μιζέρια; Η πτήση. Που φτάνεις ζαλωμένος τη προίκα σου στο αεροδρόμιο του Άμστερνταμ, περιμένεις στην ουρά της Ολυμπιακής να κάνεις check-in και ακούς ξαφνικά ένα ‘Μια φορά για μένα κάτι καλό δεν κάνατε! Μείνε στο τηλέφωνο! Ρε μείνε στο τηλέφωνο σου λέω! Να πας να μου βάλεις λεφτά! Γ#μώ τη Παναγία μου! Γ#μώτ το Θεό μου!’ Όμορφα πράγματα.
Εντάξει, αυτός δεν είμαι εγώ. Είμαι ζεν πλέον. Κατανοώ τον πόνο αυτού του φωνακλά παππού και τον ανταποδίδω με μια ανανεωμένη αίσθηση οργής. Αλλά όταν φτάνω στον ελβενιζέλο και περιμένω το αεροπλάνο για Καβάλα και βλέπω μια σαρανταφεύγα να μιλάει στο κινητό και να σουφρώνει τα χειλάκια και να λέει ‘Ε δεν είμαστε και συνομήλικες τώρα, για σε παρακαλώ!’ αρχίζω να σκέφτομαι μήπως έκανα ένα τραγικό λάθος. Μήπως έπρεπε να κάτσω άλλο ένα εξάμηνο. Να γίνω πιο ζεν, ξέρω ‘γω; Γιατί δεν μπορώ να ανταπεξέλθω στον τύπο στο λεωφοριάκι που λέει ‘Είπα να ντυθώ αρχαίος έλληνας, να πούμε, να βάλω ένα κλαδί ελιάς να μείνουνε κόκαλο να πούμε. Δεν την παλεύω κάστανο. Αν κάνω μωρό και κλαίει… θα του βάλω σιγαστήρα ρε μαλάκα’. Γεια, από ‘δω είναι το μωρό μου, το Μάγκνουμ. Και γύρω μου κάθονται οχτώ αλλοδαποί, κομπλέ με μωρά που κλαίνε, και άντρες που μοιάζουν ότι αν τους πετύχαινα σε σοκάκι θα με σκότωναν να λένε χοντρά αστεία στα αραβικά ή κάτι τέτοιο και σκέφτομαι: είμαι ρατσιστής αυτή τη στιγμή; Ταιριάζει αυτός ο τρόπος σκέψης στη νέα, φρέσκια μου ιδεολογία;
Γκρίνια.
Δεν έχει να κάνει με κρίση, δεν έχει να κάνει με το Πασόκ— είμαστε ένα έθνος γκρινιάρηδων. Μας αρέσει να φωνάζουμε, για το παραμικρό. Άλλοι το λένε μεσογειακό ταμπεραμέντο, εγώ το λέω κάλο στον εγκέφαλο. Κατεστραμμένα γονίδια. Δε ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι εγώ νιώθω ζεν και νηφάλιος (χα) και θα φέρω την αλλαγή στο περιβάλλον μου. Τουλάχιστον μέχρι ν’ αποδεχτώ ότι το περιβάλλον μου χέστηκε για μένα και να πάθω πάλι νευρικό κλονισμό.
Δεν έχει να κάνει με κρίση, δεν έχει να κάνει με το Πασόκ— είμαστε ένα έθνος γκρινιάρηδων. Μας αρέσει να φωνάζουμε, για το παραμικρό. Άλλοι το λένε μεσογειακό ταμπεραμέντο, εγώ το λέω κάλο στον εγκέφαλο.