Εμπειρίες

Το Εδιμβούργο, οι θρησκευτικές εμπειρίες σε ξένες εκκλησίες, ένας creepy παππούς και η ομορφιά που κρύβεται εκεί που δεν την περιμένεις.
Εμπειρίες
γράφει ο Θοδωρής Διάκος 

Μια βδομάδα πριν, βρήκα τον εαυτό μου στη Σκωτία.
 
Πάντα ήθελα να αρχίσω κείμενο έτσι.

Μια βδομάδα πριν, βρήκα τον εαυτό μου στην Σκωτία, να κοιτάει τα αξιοθέατα και να πεθαίνει από τον πόνο. Οι αρβύλες μου είναι βαριές, στυλάτες, θα τις φοράω μέχρι να πάθω γάγγραινα, και λογικά αυτό θα γίνει σύντομα.

Αυτό που είχε κανονιστεί σαν "χαλαρές διακοπές" για να "χαλαρώσουμε" και να περάσουμε ένα "χαλαρό" τριήμερο (και μόλις χρησιμοποίησα τη λέξη "χαλαρά" τρεις φορές σε μία πρόταση) κατέληξε να είναι πιο αγχωτικό κι από αυτά τα τεστ για τα οποία έγραφα την προηγούμενη βδομάδα και δεν τα διάβασε κανείς (νομίζω αρχίζω να απογοητεύω το αφεντικό, ίσως χρειαστεί να του φτιάξω καμιά τούρτα).

Οι διακοπές είναι μεγάλη απάτη. Καταρχάς κάνεις σχέδια από πριν για να σου βγουν όσο πιο φτηνές. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Συν το ότι για να βγάλουμε φτηνό εισιτήριο, μ’ ένα βρακί πήγαμε στο Εδιμβούργο, να μη μας βγει υπέρβαρη η χειραποσκευή. Μετά φτάνεις εκεί και δεν ξέρεις τι να πρωτοκάνεις. Να πας στο χόστελ να αφήσεις τα πράγματα; Να ανησυχήσεις μήπως το χόστελ είναι σαν εκείνο στην ταινία και καταλήξεις να σου πριονίζουν τις φτέρνες; Να κάνεις μια γύρα με την βαλίτσα στο χέρι, "να δούμε την πόλη μωρέ, μόλις φτάσαμε!"
 
Στα Starbucks πήγαμε.

Πού αλλού να πας. Στην εκκλησία;

Καταλήξαμε στην εκκλησία. Έχω ένα κάτι με τις εκκλησίες στο εξωτερικό. Ίσως επειδή είναι όμορφες, έχουν αγάλματα και οι γριές δεν μοιάζουν σαν να περιμένουν το συσσίτιο. Όπως και να ‘χει, με κάνουν λιγότερο ασεβή, λιγότερο άθεο (επίσημα δηλώνω αγνωστικιστής, αλλά κι αυτό γιατί κατά βάθος είμαι ένας χίπστερ και μισός), λιγότερο πιθανό να ουρλιάζω έξω από τον Αϊ-Νικόλα στην Καβάλα βράδυ Μεγάλης Παρασκευής. True story.

Κάθισα σε μια άκρη μόνος μου. "Dear God", άρχισα –γιατί, είπα, είσαι στη Σκωτία, προφανώς θα προσεύχεσαι στα αγγλικά– έπιασα την κοιλιά μου που πονούσε φριχτά, κι ευχήθηκα να μπορέσω να πάω στην τουαλέτα σύντομα. Με αγενέστατο τρόπο. Σηκώθηκα, νιώθοντας καλύτερα, και προχώρησα σ’ ένα μικρό παρακλάδι, που είχε ένα τραπεζάκι και κάποιοι άνθρωποι είχαν αφήσει χαρτάκια με ευχές. Τα κοίταξα, και κάτι ένιωσα μέσα μου. Χωρίς να το σκεφτώ πολύ, πήρα το στυλό κι άρχισα να γράφω, στα αγγλικά.

Βίωνα μια έντονη θρησκευτική εμπειρία. Σε προτεσταντική εκκλησία!

Με το χαμόγελο να στολίζει το ήρεμο πρόσωπό μου και τα μάτια μου ν’ αντανακλούν την απόλυτη ψυχική ηρεμία, καθώς βγαίναμε βούτηξα τα δάχτυλά μου στον αγιασμό, ακούμπησα απαλά το μέτωπό μου κι έκανα τον σταυρό μου. Στα καθολικά. Με το αριστερό.
 
"Χριστέ μου, θα πάω στην κόλαση" σκέφτηκα. Ούτε μια θρησκευτική εμπειρία δεν μπορούσα να έχω χωρίς να τα θαλασσώσω.

Η οποία δεν κράτησε και πολύ. Μόλις βγήκαμε πάλι στους δρόμους, αγχώθηκα. Η φίλη μου με ενημερώνει πως το λένε "η Αθήνα του Βορρά" και καταλαβαίνω. Το Εδιμβούργο, άλλωστε, θυμίζει πάρα πολύ Ελλάδα.

Οκέι, και τώρα μου ‘ρθε ο Πετρέλης στο μυαλό. Αυτό λέει πολλά για τον εγκέφαλό μου.

Αυτό το ευρωπαϊκό, το απλωμένο, που η πόλη είναι μια τεράστια φέτα ψωμί κι έχεις απλώσει λίγο βούτυρο που έχει το Βερολίνο –καμιά σχέση. Πήχτρα. Στα πιο αλτέρνατιβ θυμίζει τη θεσσαλονικιώτικη Ναυαρίνου, μείον τα πρεζόνια. Στα πιο αστικά θυμίζει την Αθήνα που ονειρευόταν ο Σημίτης. Και μπορεί να είμαι πολύ μικρός για να θυμάμαι οτιδήποτε σχετικό με τον Σημίτη, αλλά άμα φτάσεις σε σημείο να τον αναφέρεις σε πρόταση, ξέρεις ότι σε λίγο κάποιος θα σε βρίσει.

Αλλά αν πρέπει να παραδεχτώ κάτι, θα το κάνω: τέχνη. Σε τρεις ώρες (γιατί κανείς δεν ήθελε να πάει, γιατί έβρεχε, γιατί η ιδέα που έχει η παρέα μου για τον πολιτισμό, στην καλύτερη, είναι οι μπύρες σε ροκόμπαρα) είδαμε τρεις γκαλερί, ανάμεσά τους και την Εθνική. Όλες δωρεάν. Είναι σαν να σου λέει "έλα, τζάμπα είναι, ξεστραβώσου λίγο, έχω Γκογκέν έχω και Ρούμπενς, τι σκατά περιμένεις;". Στην πατρίδα το πιο πιθανό είναι κάτω από τον πίνακα να δεις γκράφιτι "τι κοιτάς ρε μαλάκα". Το οποίο είναι τέχνη και μεταμοντέρνο, δε λέω.

Τελικά σε ροκόμπαρο καταλήξαμε. Με ζωντανή μουσική κιόλας. Τρίο άρπα-μπάντζο-βιολί. Αυτό δεν το περίμενα. Τζερτζελές σκοτσέζικος, χαρές τρελές οι Έλληνες. Βρήκε μια φίλη μου κιθάρα, άρχισε να λέει και τα δικά της –αν δεν μαθαίναμε στους Εδιμβουργιανούς τα Ξύλινα Σπαθιά, ντροπή. Μας παίρνει μάτι και ο παππούς με το βιολί, έρχεται να παίξει μαζί μας.

Όταν μας πήραν την κιθάρα από τα χέρια, γιατί "έπρεπε να μαζέψουν", ο παππούς συνέχισε να μας γλυκοκοιτάει.

"Εσείς εδώ πάνω Άγγλοι δεν είστε;" τον ρώτησε ένας φίλος μου, γιατί είναι κρίμα να πας στην Σκοτία και να μην χάσεις μάτι από καυγά σε μπαρ. Ο παππούς μας κοίταξε.
 
"Είμαι ιντερνάσιοναλ!" είπε και πέταξε τα χέρια στον αέρα.

Ντάνα;

Αλλά ήταν τόσο καλός και χαρούμενος παππούς που έπρεπε, φυσικά, να τον κεράσουμε ένα ουίσκι, για το οποίο τσόνταρα μία ολόκληρη λίρα. Άι στο διάολο, παππού. "Ω, μα δεν έπρεπε!" είπε πριν αρπάξει το ουίσκι, αρπάξει δυο ποτήρια μπύρα που ακόμα πίναμε, τα κάνει όλα ένα κοκτέιλ, πιει (οι γέροι έχουν τερηδόνα οι γέροι έχουν τερηδόνα) και μας δώσει το ποτήρι να το κάνουμε γύρα. Για ογδοντάχρονος, του άρεσε να διασκεδάζει.
 
"Άντε να βγούμε και φωτογραφία!" φωνάζει η φίλη με την κιθάρα ενώ εγώ απλά θέλω να πάω να κοιμηθώ –"μην είσαι ξενέρωτος!" Αγκαλιές και φιλιά ο παππούς. Χάρηκε που μας γνώρισε, λέει, κι ενώ μας αγκάλιαζε, έβγαλε ένα σακουλάκι.

Ο παππούς ήθελε να μαστουρώσει.

Καθώς σηκωνόμασταν και απομακρυνόμασταν αργά από το μπαρ, σκέφτηκα τα πράγματα που είχε κάνει αυτός ο παππούς στις μέρες του. Ήταν επαναστάτης χωρίς αιτία, ανέμελος μουσικός –κατέληξα ότι δεν με νοιάζει. Ήταν απλά ένας ακόμα κρήπι γέρος. "Ήταν γλυκούλης! Μην είσαι τόσο κακός, μην το γράψεις αυτό!" μου είπε η φίλη μου, που νομίζω ότι χάνει καθημερινά περισσότερο την επαφή με την πραγματικότητα. Έχω να γράψω όμορφη περιγραφή για άνθρωπο από –χμ.

Υποθέτω πρέπει να έχει ένα ηθικό δίδαγμα όλο αυτό. Όλα τα πράγματα έχουν ηθικό δίδαγμα, αρκεί να έχεις αρκετή φαντασία και να μπορείς να πείθεις τον κόσμο. Ίσως από αυτό το ταξίδι να έμαθα ότι οι άνθρωποι είναι παντού ίδιοι, ότι παντού θα υπάρχουν κρήπι παππούδες που κρύβουν ναρκωτικά στην τσέπη. Όχι, αυτό το ήξερα ήδη. Ίσως πάλι να κατάλαβα αυτό που με κάνει να καταλαβαίνω κάθε νέο μέρος που γνωρίζω· τα πάντα μπορούν να είναι όμορφα. Και όσο κι αν γκρινιάξεις για τα άσχημα, τα όμορφα πάλι θα σου μείνουν, και όσο απογοητευμένος κι αν είσαι με όσα βλέπεις γύρω σου, στο τέλος κάτι θα βρεις να χαίρεσαι.

Ακόμα κι αν είσαι κάτω των τριάντα στην Ελλάδα.



Τα πάντα μπορούν να είναι όμορφα. Και όσο κι αν γκρινιάξεις για τα άσχημα, τα όμορφα πάλι θα σου μείνουν.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v