Σπουδαίοι Έλληνες ποιητές: Ο Άγγελος Σικελιανός

«Η λευτεριά είναι γνώση, η γνώση αγάπη, και πια απ’ τη γνώση ετούτη δεν ειν’ άλλη». Μια μέρα σαν κι αυτή, γεννήθηκε ο Άγγελος Σικελιανός.

Σπουδαίοι Έλληνες ποιητές: Ο Άγγελος Σικελιανός

Γεννήθηκε στην Λευκάδα το 1884, έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα και την Κορινθία –στη θρυλική βίλα που υπάρχει μέχρι σήμερα στο δάσος του Πευκιά. Ταξίδεψε πολύ, έγραψε ποίηση και θεατρικά, αγάπησε με πάθος την αρχαία Ελλάδα. Είναι ο άνθρωπος στον οποίο χρωστάμε εν πολλοίς την αναβίωση της αρχαίας τραγωδίας και τα φεστιβάλ σε αρχαία θέατρα: Ήταν δική του ιδέα οι Δελφικές Εορτές, που ξεκίνησαν με το ανέβασμα του Προμηθέα Δεσμώτη στο αρχαίο θέατρο των Δελφών το 1927. Αυτά είναι τα βασικά που πρέπει να ξέρεις για τον Άγγελο Σικελιανό. Τα υπόλοιπα, θα τον αφήσουμε να σου τα πει μέσα από τους στίχους του.

Τη λευτεριά μας τούτη δεν την ήβραμε στο δρόμο,
και δε θα μπούμεν εύκολα στου αυγού το τσόφλι,
γιατί δεν είμαστε κλωσόπουλα, σ’ αυτό να ξαναμπούμε πίσω·
μα εγίναμε πουλιά,
και τώρα πια στο τσόφλι, μέσα δε χωρούμε.
[από το ποίημα «Μακρυγιάννης», Λυρικός Βίος, Ε΄, εκδόσεις Ίκαρος, 1968]

Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη
και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,
μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,
νά που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου...

Γιατί ποτέ δε λόγιασα το πότε και το πώς,
μα βύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσαν ώρα,
σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός,
νά τώρα που, ή καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα,
λάμπ’ η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα,
βρέχει απ’ τα βάθη τ’ ουρανού και μέσα μου ο καρπός!...

Γιατί δεν είπα: «εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει...»
μα «αν είν’ η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως...
μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,
τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός...»
νά που, ό,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει,
νά που κι ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!...
[«Γιατί βαθιά μου δόξασα», Λυρικός Βίος, Β΄, εκδόσεις Ίκαρος, 1966]

Από τη νέα πληγή που μ’ άνοιξεν η μοίρα
έμπαιν’ ο ήλιος, θαρρούσα, στην καρδιά μου.
[από το ποίημα «Ιερά Οδός», Λυρικός Βίος, Ε΄, εκδόσεις Ίκαρος, 1968]

Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του, τη βλέπει.
[από το ποίημα «Παλαμάς», Λυρικός Βίος, Ε΄, εκδόσεις Ίκαρος, 1968]

Σάμπως κοιτώντας θυμιατό με τη φωτιά σβημένη,
λογιάζει ο νους οπού καπνός σιγαλινά ανεβαίνει,

συχνά με μάτια ακοίμητα, σε μια άκρη καρφωμένα,
ο μάταιος άνθρωπος θαρρεί κινάν τα περασμένα.

Κι ευφραίνετ’ έτσι η έγνοια του, το πνέμα ως γέρνει πίσω,
να πίνει ως άμμος τον αφρό, μουρμουριστό, περίσσο,

κι όπως τα μάτια ανοίγοντας, από χαμό, του αρρώστου
να βλέπουν κλώνο αμυγδαλιάς απιθωμένο ομπρός του...
[από το ποίημα «Μήτηρ Θεού, ΙΙ», Λυρικός Βίος, Δ΄, εκδόσεις Ίκαρος, 1967]

Σκυμμένοι από το παραθύρι…
Και του προσώπου μας οι γύροι
η ίδια μας ήτανε ψυχή.
Η συννεφιά, χλωμή σαν θειάφι,
θάμπωνε αμπέλι και χωράφι·
ο αγέρας μέσα από τα δέντρα
με κρύφια βούιζε ταραχή·
η χελιδόνα, με τα στήθη,
γοργή, στη χλόη μπρος-πίσω εχύθη·
κι άξαφνα βρόντησε, και λύθη
κρουνός, χορεύοντα η βροχή!

Η σκόνη πήρε ανάερο δρόμο…
Κι εμείς, στων ρουθουνιών τον τρόμο,
στη χωματίλα τη βαριά
τα χείλα ανοίξαμε, σα βρύση
τα σπλάχνα να μπει να ποτίσει
(όλη είχεν η βροχή ραντίσει
τη διψασμένη μας θωριά,
σαν την ελιά και σαν το φλόμο).
Κι ο ένας στ’ αλλουνού τον ώμο
ρωτάγαμε: «Τι είναι π’ έχει σκίσει
τον αέρα μύρο, όμοιο μελίσσι;
Απ’ τον πευκιά το κουκουνάρι,
ο βάλσαμος ή το θυμάρι,
η αφάνα ή η αλυγαριά;»

Κι άχνισα – τόσα ήσαν τα μύρα –
άχνισα κι έγινα όμοια λύρα,
που χάιδευε η άσωτη πνοή…
Μου γιόμισε ο ουρανίσκος γλύκα·
κι ως τη ματιά σου ξαναβρήκα,
όλο μου το αίμα ήτανε βοή!…
Κι έσκυψα απάνω απ’ τ’ αμπέλι
που σειόταν σύφυλλο, το μέλι
και τ’ άνθι ακέριο να του πιω·
– βαριά τσαμπιά και οι λογισμοί μου,
βάτοι βαθιοί οι ανασασμοί μου –
κι όπως ανάσαινα, απ’ τα μύρα
δεν μπόρεσα να διαλέξω ποιο!
Μα όλα τα μάζεψα, τα πήρα,
και τα ’πια, σαν από τη μοίρα
λύπη απροσδόκητη ή χαρά.
Τα ’πια· κι ως σ’ άγγιξα τη ζώνη,
το αίμα μου γίνηκε αηδόνι,
κι ως τα πολύτρεχα νερά!
[«Το Πρωτοβρόχι, Λυρικὸς Βίος, Β´, εκδόσεις Ίκαρος 1968]

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v