Σπουδαίοι Έλληνες ποιητές: Ο Τάσος Λειβαδίτης

«Γιατί απλά κάποιοι άνθρωποι είναι τόσο πολύ ξεχωριστοί, που αξίζει να ζεις, μόνο και μόνο για να τους συναντήσεις κάποτε». Ένας από αυτούς, μέσα από τους στίχους του.

Σπουδαίοι Έλληνες ποιητές: Ο Τάσος Λειβαδίτης

Γέννημα θρέμμα Αθηναίος, έζησε από το 1922 ως το 1988. Αγωνιστής της Αριστεράς, έκανε εξορίες σε Μακρόνησο και Άη Στράτη. Έγραψε για τον έρωτα όσο λίγοι.

Ο Τάσος Λειβαδίτης δεν έδινε συνεντεύξεις. «Λίγους μήνες προτού πεθάνει, του είχα τηλεφωνήσει και του είχα ζητήσει συνέντευξη […] «Γράψτε ό,τι θέλετε για μένα», ήταν η ευγενική του απάντηση» γράφει στην Ελευθεροτυπία ο δημοσιογράφος Βασίλης Καλαμαράς.

Αυτά είναι τα βασικά που πρέπει να ξέρεις για τον Λειβαδίτη. Τα υπόλοιπα, θα αφήσουμε τον ίδιο να σου τα πει με δικά του λόγια.

Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα,
θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου.

Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα,
σα δυο νύχτες έρωτα, μες στον εμφύλιο πόλεμο.

Α! ναι, ξέχασα να σου πω, πως τα στάχυα είναι χρυσά κι
απέραντα, γιατί σ’ αγαπώ.
[από το «Σε Περιμένω Παντού»]

Θυμάσαι τις νύχτες; Για να σε κάνω να γελάσεις περπατούσα πάνω
στο γυαλί της λάμπας.
«Πώς γίνεται αυτό;» ρώταγες. Μα ήταν τόσο απλό
αφού μ’ αγαπούσες.
[από το «Σε μια γυναίκα»]

Και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι
και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον.

Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος
να γνωριστούν.

Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε,
ζουν από τη στιγμή που βρίσκουν
μια θέση στη ζωή των άλλων.

Kαι τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι
γίνονται οι πιο καλοί επαναστάτες.
[από τη «Συμφωνία Αρ. 1»]

Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Kαι τότε όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια
θάναι δικά μας.

Θά ’θελα να φωνάξω τ’ όνομά σου,
αγάπη μου, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Nα το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πιά να μήν πεθάνει.

Ναι, αγαπημένη μου, πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα…
[από το «Ερωτικό»]

Mα και τι να πει κανείς
όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου
τόσο μεγάλα.

Ύστερα ερχόταν η βροχή.

Mα έγραφα σ' όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ' όνομα σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στη κάμαρά μας. Kράταγα τα χέρια σου
κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη. Tα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα,
στο στόμα σου ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη.
[από το «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας»]

Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι.
Τους συγχωρώ έναν-έναν όλους.
Άλλοτε πάλι θέλω να σώσω την ανθρωπότητα,
αλλά εκείνη αρνείται.

“Όμως απόψε, βιάζομαι απόψε,
να παραμερίσω όλη τη λησμονιά
και στη θέση της ν’ ακουμπήσω,
μια μικρή ανεμώνη.”

Κύριε, μάρτησα ενώπιόν σου, ονειρεύτηκα πολύ
“μια μικρή ανεμώνη.” έτσι ξέχασα να ζήσω.
Μόνο καμιά φορά μ’ ένα μυστικό που το ‘χα μάθει από παιδί,
ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο, αλλά εκεί κανείς δε με γνώριζε.
Σαν τους θαυματοποιούς που όλη τη μέρα χάρισαν τ’ όνειρα στα παιδιά
και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί κι απ’ τους αγγέλους.
Ήτανε πάντοτε αλλού.

Και μόνο όταν κάποιος μας αγαπήσει, ερχόμαστε για λίγο
κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί.
[από το «Επίλογος»] 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v