Σπουδαίοι Έλληνες ποιητές: Ο Μίλτος Σαχτούρης
«Ας μην το κρύβουμε. Διψάμε για ουρανό». Ο τεράστιος Μίλτος Σαχτούρης, μέσα από τους στίχους και τις συνεντεύξεις του.
«Ας μην το κρύβουμε. Διψάμε για ουρανό». Ο τεράστιος Μίλτος Σαχτούρης, μέσα από τους στίχους και τις συνεντεύξεις του.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1919, έκανε παρέα με τον Εγγονόπουλο και με τον Ελύτη, έγραψε πρώτη φορά στίχους το 1941, και από τότε δεν σταμάτησε ποτέ. Πέθανε το 2005. Οι στίχοι του είναι εύκολα αναγνωρίσιμοι, από την μελαγχολική ομορφιά και την ελπιδοφόρα σκοτεινιά τους (μοιάζει παράδοξο, δεν είναι). Αυτά είναι τα βασικά που πρέπει να ξέρεις για τον Μίλτο Σαχτούρη. Τα υπόλοιπα, θα τον αφήσουμε να σου τα πει με δικά του λόγια.
Θέλω να πλησιάζουν την ποίησή μου με αγάπη μόνο, χωρίς διανοητικές τάσεις και προεκτάσεις που αγνοώ. Ο Ισαάκ Μπράιτον, ας πούμε, δεν ξέρω καν ποιος είναι, ούτε ο Ιωάννης Βενιαμίν δ’ Αρκόζι. Στους πέντε χιλιάδες που αγόρασαν τελευταία τα ποιήματά μου θα υπάρχουν 100-200 άνθρωποι που καταλαβαίνουν, άσχετα από τη μόρφωσή τους. Το έχω ξαναπεί, στο Μαρούσι, προ πολλών ετών, ένας τσαγκάρης με γνώσεις Δ’ Δημοτικού διάβαζε τη «Λησμονημένη» κι έκλαιγε εξηγώντας μου πως είναι ερωτικό ποίημα – αυτό που είναι από τα πλέον δύσκολά μου.
[από συνέντευξη στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο, για την Αυγή]
Όλοι κοιμούνται
κι εγώ ξαγρυπνώ
περνώ σε χρυσή κλωστή
ασημένια φεγγάρια
και περιμένω να ξημερώσει
για να γεννηθεί
ένας νέος θεός
μες στην καρδιά μου
την παγωμένη
από άγρια φαντάσματα
και τόση μαύρη πίκρα.
[Η Αγρύπνια]
Δεν υπάρχει κανένας ιδιαίτερος πανικός στην ποίησή μου. Αυτό που θεωρούν πανικό είναι κάτι ταυτόσημο με τη ζωή κι αν προβάλλεται ιδιαίτερα στην ποίησή μου είναι γιατί αισθάνομαι έντονα τη ζωή. Κι ο θάνατος είναι αδερφός αγαπητός, η τελική ξεκούρασή μας.
[από συνέντευξη στο περιοδικό Το Τέταρτο, το 1987]
Κάποτε
θα σταματήσουμε
σα μιά γαλάζια άμαξα
μέσ' στο χρυσάφι
δε θα μετρήσουμε τα μαύρα
άλογα
δε θά 'χουμε τίποτα ν' αθροίσουμε
δε θά 'χουμε πια τίποτα
για να μοιράσουμε
κρατώντας
ένα ξύλο
θα περάσουμε
μέσ' απ' τη μαύρη τρύπα
του ήλιου
που θα καίει
[Το χρυσάφι]
Ο ποιητής είναι άχρηστος. Είναι είδος πολυτελείας. Βοηθάει ορισμένους μόνο ευαίσθητους ανθρώπους να ξεπεράσουν τις δυσκολίες που έχει αυτή η ζωή.
[από συνέντευξη στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο, για την Αυγή]
Θα πάψω πια να γράφω ποιήματα
έριξες το χρυσό σου δαχτυλίδι μες στη
θάλασσα
στην αμμουδιά με το νεκρό κρανίο
κι όλα τα βουλιαγμένα καράβια βγήκαν
στον αφρό
κι ο καπετάνιος ζωντανός
κι οι ναύκληροι να χαμογελάνε
είπα θα πάψω πια να γράφω ποιήματα
και στο παράθυρο του σπιτιού μου του προγονικού
ο πατέρας μου και η μητέρα μου
κουνάνε τα μαντήλια τους και χαιρετάνε
τα ποιήματά μου όμως δεν μπόρεσαν να
τα διαβάσουν
έχουν ξεχάσει να διαβάζουν
λένε το κάπα άλφα και το δέλτα έψιλον
και συ μου είπες ψέματα
στον τόπο αυτό του κόκκινου γελαστού
κρανίου με ξεγέλασες
γι’ αυτό κι εγώ σε γέλασα
και με πιστέψατε
κατάρα με τις εφτά σκιές
πάντα θα γράφω ποιήματα
[Τα Γράμματα]
Άρχισα να γράφω ποίηση την άνοιξη του 1941. Τον φοβερό χειμώνα του 1942, κατάκοιτος, βαριά άρρωστος, με θερμοκασία δωματίου 5 βαθμούς και δική μου σωματική συνεχώς γύρω στο 39, τις μέρες λοιπόν αυτές σιωπηρά ορκιζόμουνα ότι αν, κατά τύχη, επιζούσα (πράγμα που από τις περιστάσεις φαινόταν μάλλον απίθανο) θα αφιέρωνα όλη τη ζωή μου, δίχως συμβιβασμούς, στην Ποίηση. Τον όρκο αυτόν τον κράτησα και σήμερα, μετά από 44 χρόνια, νιώθω όχι ευχαριστημένος, ούτε ευτυχισμένος, αλλά ικανοποιημένος για κάποια νίκη που δίχως να το καταλάβω, σιγά-σιγά κατέκτησα.
[από συνέντευξη στο περιοδικό Το Τέταρτο, το 1987]
Έρχεται φέτος κουρασμένη
η Άνοιξη
(να) κουβαλάει τόσα χρόνια
τα λουλούδια πάνω της.
Σκοτεινοί άνθρωποι
στις γωνιές την παραμονεύουν
για να την τσακίσουν.
Αυτή όμως
με κρότο
ανάβει ένα-ένα
τα λουλούδια της
στα μάτια τους τα ρίχνει
(για) να τους στραβώσει.
[Οι εχθροί της άνοιξης]
Ένας μπαξές γεμάτος αίμα
είν' ο ουρανός
και λίγο χιόνι
έσφιξα τα σκοινιά μου
πρέπει και πάλι να ελέγξω
τ' αστέρια
εγώ
κληρονόμος πουλιών
πρέπει
έστω και με σπασμένα φτερά
να πετάω.
[Ο ελεγκτής]