5 ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη που δεν έχεις διαβάσει
Μια μέρα σαν κι αυτή, γεννιέται στην Θεσσαλονίκη ο άνθρωπος που έγραψε ένα από τα ωραιότερα ποιήματα που γράφτηκαν ποτέ. Ναι, για το Σκάκι λέμε. Αλλά έχει κι άλλα, που δεν ξέρεις.

Μια μέρα σαν κι αυτή, γεννιέται στην Θεσσαλονίκη ο άνθρωπος που έγραψε ένα από τα ωραιότερα ποιήματα που γράφτηκαν ποτέ. Ναι, για το Σκάκι λέμε. Αλλά έχει κι άλλα, που δεν ξέρεις.
Λίγες φωτογραφίες καλλιτεχνών μπορούν να σε κάνουν να χαμογελάσεις όσο αυτή, η πιο γνωστή φωτογραφία του Μανόλη Αναγνωστάκη. Και λίγοι ποιητές έχουν μιλήσει στην καρδιά μας όσο ο Σαλονικιός, που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1925, αλλά έζησε τη μισή του ζωή στην Αθήνα. Με αφορμή την επέτειο των γενεθλίων του, σου συγκεντρώσαμε πέντε ποιήματά του που δεν είναι το Σκάκι.
Ι
Μες στην κλειστή μοναξιά μου
Έσφιξα τη ζεστή παιδική σου άγνοια
Στην αγνή παρουσία σου καθρέφτισα τη χαμένη ψυχή μου.
Εμείς αγαπήσαμε. Εμείς
Προσευχόμαστε πάντοτε. Εμείς
Μοιραστήκαμε το ψωμί και τον κόπο μας
Κι εγώ μέσα σε σένα και σ’ όλους.
ΙΙ
Ίσκιοι βουβοί αραγμένοι στη σκάλα
Μάτια θολά που κράτησαν εικόνες θαλασσινές
Κύματα με τη γλυκιά αγωνία στην κάτασπρη ράχη
Γυμνός κυλίστηκα μέσα στην άμμο μα δεν υποτάχτηκα
Και δεν αγάπησα μόνον εσένα που τόσο με κράτησες
Όπως αγάπησα τα ναυαγισμένα καράβια με τα τραγικά ονόματα
Τους μακρινούς φάρους, τα φώτα ενός απίθανου ορίζοντα
Τις νύχτες που γύρευα μόνος να βρω το χαμένο εαυτό μου
Τις νύχτες που μόνος γυρνούσα χωρίς κανείς να με νιώσει
Τις νύχτες που σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αυταπάτη.
ΙΙΙ
...
IV
Κάτω απ’ τα ρούχα μου δε χτυπά πια η παιδική μου καρδιά
Λησμόνησα την αγάπη που ’ναι μόνο αγάπη
Μερόνυχτα να τριγυρνώ χωρίς να σε βρίσκω μπροστά μου
Ορίζοντα λευκέ της αστραπής και του όνειρου
Ένιωσα το στήθος μου να σπάζει στη φυγή σου
Ψυχή της αγάπης μου αλήτισσα
Λεπίδι του πόθου μου αδυσώπητο
Νικήτρα μονάχη της σκέψης μου.
V
Χαρά, Χαρά, ζεστή αγαπημένη
Τραγούδι αστείρευτο σε χείλια χιμαιρικά
Στα γυμνά μου μπράτσα το είδωλό σου συντρίβω
Χαρά μακρινή, σαν τη θάλασσα ατέλειωτη
Κουρέλι ακριβό της πικρής αναζήτησης
Άσε να φτύσω το φαρμάκι της ψεύτρας σου ύπαρξης
Άσε να οραματιστώ τις νεκρές αναμνήσεις μου
(Ανελέητο κύμα της νιότης μου).
Ω ψυχή την αγωνία ερωτευμένη!
Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλητες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις, τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους
Τους μαστρωπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π’ άφησαν τα δίχτυά τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοί τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.
Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει
θα ντυθείς μία καινούργια φορεσιά
και θα ’ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου
παλιέ μου φίλε
Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις
μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου
κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη,
πικραμένη σου μνήμη
Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας,
ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο
θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας
και τα όνειρά μας
Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες
μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο
από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου
παλιέ μου φίλε
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε, φάσμα χαμένο του τόπου μου κι εγώ
Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μία σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες
Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε
(ο ποιητής υπογράφει ως: Μανούσος Φάσσης)
Τω φίλω Μ. Άν.
Πόσες χιλιάδες ώρες πέρασαν με συνεδρίαση,
σ’ αχτίδες, κόβες και κομματικούς πυρήνες,
στο τέλος πάθαμε χρονία νικοτινίαση
κι ο πονοκέφαλος ούτε περνούσε μ’ ασπιρίνες.
Μάθαμε απ’ όξω -βασικά- όλα τα προβλήματα
και την αναγκαιότητα της πάλης
και γίναμε τα δακτυλοδειχτούμενα τα βλήματα
κρατώντας τον Μαρξ – Έγκελς υπό μάλης.
Μέρα τη μέρα θα ’ρχονταν η Επανάσταση
και περιμένοντας πέρασαν τα χρόνια
κι όμως σ’ το λέγαν οι γονείς σου «άσ’ τα συ
πάντα θα βρίσκονται στον κόσμο άλλα κωθώνια».
Πάντοτε ο καπιταλισμός βρίσκει περάσματα
και ξεπερνά τις δύσκολες τις κρίσεις.
Κι ένα πρωί: «Απαγορεύονται τα άσματα
και κοπιάστε στο τμήμα για ανακρίσεις».
Τώρα να σπάσεις δεν μπορείς πια, σε χρωμάτισαν
και σ’ έχουν σαν τον ποντικό μέσα στη φάκα
και δεν ξεφεύγεις από του χαφιέ το μάτι σαν
συναναστρέφεσαι τον καθέναν μαλάκα.
...
Δεν άκουσες ποτέ τη μάνα σου την άγια
σ’ ενοχλούσε κι εσένα το κατεστημένο,
δεν είδες γύρω σου χιλιάδες τα ναυάγια
δεν το χαμπάρισες πως το παιχνίδι ήταν στημένο.