Σπουδαίοι Έλληνες ποιητές: Ο Οδυσσέας Ελύτης

«Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή. Ήταν ένα δικαίωμα». Ο Οδυσσέας Ελύτης, μέσα από τους στίχους και τις συνεντεύξεις του.

Σπουδαίοι Έλληνες ποιητές: Ο Οδυσσέας Ελύτης

Γεννήθηκε το 1911 στην Κρήτη από γονείς Μυτιληνιούς, έζησε σχεδόν όλη του τη ζωή στην Αθήνα. Πήρε το 1979 Νόμπελ Λογοτεχνίας. Έγραψε το πιο σπαρακτικά αγαπησιάρικο ποίημα όλων των εποχών, το Μονόγραμμα, αλλά και το Άξιον Εστί, το οποίο θα μπορούσες να πεις πως είναι και η πιο εύστοχη περιγραφή της Ελλάδας στην ποίηση. Αυτά είναι τα βασικά που πρέπει να ξέρεις για τον Οδυσσέα Ελύτη. Τα υπόλοιπα… θα τον αφήσουμε να σου τα πει με δικά του λόγια.

Όλες οι Εξουσίες, όλων των ειδών, είναι κατά κανόνα εχθρικές προς την Τέχνη. Μη σας ξεγελάνε τα Ιδρύματα, τα βραβεία και τα τέτοια. Στο βάθος ο καλλιτέχνης είναι ύποπτο κι επικίνδυνο άτομο για τους κρατούντες… Γιατί ο καλλιτέχνης τάσσεται με την αλήθεια. Και η αλήθεια δεν συμπίπτει με τα συμφέροντα. Και τα συμφέροντα είναι ζυμωμένα με τις Εξουσίες […]Μια φορά που παραπονιόμουνα στον Πικασσό, με κοίταξε, θυμάμαι, με τα μεγάλα μαύρα μάτια του, σα να απορούσε και μου είπε: “Δεν χαίρεστε; Αν τα καθεστώτα δεν ήταν συντηρητικά, πώς θα μπορούσαμε του λόγου μας να ‘μαστε επαναστάτες;”. Και έσκασε στα γέλια. Φαντάζομαι για να μη βάλει τα κλάματα.
[από συνέντευξη στον Γιώργο Κ. Πηλιχό για τα Νέα, τον Ιανουάριο του 1973]

Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το «τί» και το «έ»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φώς κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
[από το Μονόγραμμα]

Μ᾿ ενδιαφέρει η ουσία. Κι εκείνο που ξέρω είναι ότι μ᾿ αυτά και μ’ αυτά εφτάσαμε σε κάτι που θα μου επιτρέψετε να ονομάσω ψευδοφάνεια. Έχουμε, δηλαδή, την τάση να παρουσιαζόμαστε διαρκώς διαφορετικοί απ’ ό,τι πραγματικά είμαστε. Και δεν υπάρχει ασφαλέστερος δρόμος προς την αποτυχία, είτε σαν άτομο σταδιοδρομείς είτε σαν σύνολο, από την έλλειψη της γνησιότητας.
[από συνέντευξη στον Ρένο Αποστολίδη για την εφημερίδα Ελευθερία, τον Ιούνιο του 1958]

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι τού καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων — Μα πού γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τούς γιαλούς τούς κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ᾿ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ᾿ όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.

Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
[από τη Μαρίνα των Βράχων]

Έτσι συµβαίνει πάντοτε: ο ποιητής ριψοκινδυνεύει, ενώ πίσω του άνθρωποι παραπλανηµένοι επιµένουν να κρατάνε καλά κλειστή µια πόρτα που από καιρό τώρα έχει χάσει τη δικαιολογία της κλειδαριάς της.
[από το βιβλίο του Ανοιχτά Χαρτιά, εκδόσεις Ίκαρος, 1987]

Επειδή αυτό είναι στο βάθος η ποίηση: η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει. Από τα μυριάδες μυστικά σήματα, που μ' αυτά είναι διάσπαρτος ο κόσμος και που αποτελούν άλλες τόσες συλλαβές μιας άγνωστης γλώσσας, να συνθέσεις λέξεις και από τις λέξεις φράσεις που η αποκρυπτογράφησή τους να σε φέρνει πιο κοντά στην βαθύτερη αλήθεια. Πού λοιπόν βρίσκεται σε έσχατη ανάλυση η αλήθεια; Στην φθορά και στον θάνατο που διαπιστώνουμε κάθε μέρα γύρω μας ή στη ροπή που μας ωθεί να πιστεύουμε ότι αυτός ο κόσμος είναι ακατάλυτος και αιώνιος;
[από την ομιλία για την αποδοχή του βραβείου Νόμπελ στη Στοκχόλμη, τον Οκτώβριο του 1979]

Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ' εικόνα και ομοίωσή μου:
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
«Κάθε λέξη κι από 'να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν' απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το 'χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ' ακριβό του τ' όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν' απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη.

ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
[από το Άξιον Εστί]

Ακόμα και οι πιο μεγάλες ιδέες, οι πιο ευγενικές, οι πιο επαναστατικές, παραμένουν σκέτα άρθρα εάν δεν καταφέρει ο τεχνίτης να ταιριάσει σωστά τα λόγια του. Μόνον τότε μπορεί ένας στίχος να φτάσει στα χείλια των πολλών, να γίνει κτήμα τους. Μόνον τότε μπορεί να ‘ρθει και ο συνθέτης να βάλει μουσική, να γίνουν οι στίχοι τραγούδι. Και για ένα τραγούδι ζούμε, στο βάθος, όλοι μας. Το τραγούδι που λέει τους καημούς και τους πόθους του καθενός μας. Τόσο είναι αλήθεια ότι το μεγαλείο και η ταπεινοσύνη πάνε μαζί, ταιριάζουν.
[από την ομιλία στους Έλληνες μετανάστες στη Στοκχόλμη, μετά την απονομή του Νόμπελ, τον Νοέμβριο του 1979]

Σταμάτα μου την αστραπή
ν’ ανάψω ένα τσιγάρο
Και πες του σύννεφου να πει
πως θα ‘ρθω να σε πάρω

Την αγάπη μια τη λες
τη ντύνεσαι τη γδύνεσαι
Όσο που γίνονται πολλές
και πάλι σ’ όλες δίνεσαι
[από τα Ρω του Έρωτα]

Οπότε αναρωτιέται κανείς: Για τι παλεύουμε νύχτα μέρα κλεισμένοι στα εργαστήριά μας; Παλεύουμε για ένα τίποτα, που ωστόσο είναι το παν. Είναι οι δημοκρατικοί θεσμοί, που όλα δείχνουν ότι δεν θ’ αντέξουν για πολύ. Είναι η ποιότητα, που γι’ αυτή δεν δίνει κανείς πεντάρα. Είναι η οντότητα του ατόμου, που βαίνει προς την ολική της έκλειψη. Είναι η ανεξαρτησία των μικρών λαών, που έχει καταντήσει ήδη ένα γράμμα νεκρό. Είναι η αμάθεια και το σκότος. Ότι οι λεγόμενοι «πρακτικοί άνθρωποι» -κατά πλειονότητα, οι σημερινοί αστοί- μας κοροϊδεύουν, είναι χαρακτηριστικό. Εκείνοι βλέπουν το τίποτα. Εμείς το πάν. Που βρίσκεται η αλήθεια, θα φανεί μια μέρα, όταν δεν θα μαστε πια εδώ. Θα είναι, όμως, εάν αξίζει, το έργο κάποιου απ’ όλους εμάς. Και αυτό θα σώσει την τιμή όλων μας -και της εποχής μας.
[από τη συνέντευξη τύπου στην Αθήνα, μετά την αναγγελία για το Νόμπελ, τον Οκτώβριο του 1979]

Παντού την είδα. Να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει στο κενό.
Ν’ ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου.
Να περπατάει στο δρόμο με φαρδιά παντελόνια και μια παλιά γκαμπαρντίνα.
Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών.
Πιο θλιμμένη τότε.
Και στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει τα νύχια της.
Καπνίζει αμέτρητα τσιγάρα.
Είναι χλωμή κι ωραία.
Μ’ αν της μιλάς ούτε που ακούει καθόλου.
Σαν να γίνεται κάτι αλλού που μόνο αυτή τ’ ακούει, και τρομάζει.
Κρατάει το χέρι σου σφιχτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι εκεί.
Δεν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα.
[από τη Μαρία Νεφέλη]

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v