Σπουδαίοι Έλληνες ποιητές: Ο Μανόλης Αναγνωστάκης
«Γηράσκω αεί αναθεωρών». Ο άνθρωπος που έγραψε ένα από τα ωραιότερα ποιήματα που γράφτηκαν ποτέ, μέσα από τους στίχους και τις λέξεις του.
«Γηράσκω αεί αναθεωρών». Ο άνθρωπος που έγραψε ένα από τα ωραιότερα ποιήματα που γράφτηκαν ποτέ, μέσα από τους στίχους και τις λέξεις του.
Θεσσαλονικιός, γεννημένος το 1925. Έζησε τη μισή του ζωή στην Αθήνα, φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο για τα αριστερά του φρονήματα. Βγήκε από τη φυλακή με τη γενική αμνηστία του 1951. Πέθανε το 2005. Έγραψε το Σκάκι, που είναι ένα από τα σπουδαιότερα πράγματα που έχουν γραφτεί ποτέ για τον έρωτα. Αυτά είναι τα βασικά που χρειάζεται να ξέρεις για τον Μανόλη Αναγνωστάκη. Τα υπόλοιπα, θα τον αφήσουμε να τα πει με δικά του λόγια.
Η ποίηση είναι έργο της νεότητας. Χρειάζεται ενθουσιασμό, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Αυτά τα έχουν οι νέοι. Όσο μεγαλώνεις, κατέχεις καλύτερα τα μέσα σου. Γίνεσαι τεχνίτης, αλλά ένα ποίημα δεν χρειάζεται να είναι τέλειο για να είναι καλό.
[απόσπασμα από συνέντευξή του]
Θά ‘ρθει μια μέρα που δε θα ‘χουμε πια τί να πούμε
Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια
Η σιωπή μου θα λέει: Πόσο είσαι όμορφη, μα δε βρίσκω άλλο τρόπο να σʼ το πω
Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε.
Ο κόσμος ψάχνει σʼ όλη του τη ζωή να βρει τουλάχιστο τον έρωτα, μα δε βρίσκει τίποτα.
[από το ποίημα Θα ‘ρθει μια μέρα]
Κατά καιρούς μ’ έχουν χαρακτηρίσει καθαρά πολιτικό ποιητή. Προσωπικά δεν νομίζω ότι είμαι πολιτικός ποιητής. Είμαι ερωτικός και πολιτικός μαζί. Συνδυάζονται αυτά τα δύο. Είναι η εποχή που τα συνδύαζε αυτά τα δύο. Δηλαδή δεν μπορούσε να είναι κανείς ερωτικός ποιητής, ξεχνώντας το πολιτικό πλαίσιο εκείνης της εποχής που ήταν φουντωμένα τα πολιτικά πάθη.
Υπήρχε το πολιτικό στοιχείο μέσα, η έκφραση της πολιτικής, μέσα από μια ερωτική κατάσταση όμως. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνουμε αυτό το πράγμα εύκολα. Γι’ αυτό αρνούμαι όλα αυτά περί ”ποίησης της ήττας” και τα σχετικά. Δεν είναι ποίηση της ήττας. Είναι μια αγωνία για την εποχή, ένα άγχος για την εποχή. Όταν τελείωσε η εποχή, τελειώνει κι η ποίηση. Δεν μπορείς να γράφεις συνεχώς ποίηση. Δεν είμαι επαγγελματίας ποιητής. Αισθάνομαι την ποίηση σαν τρόπο έκφρασης επειδή δεν μπορούσα να εκφραστώ διαφορετικά. Δηλαδή ήταν η εποχή τόσο πιεσμένη, τόσο δύσκολη, που μόνο εκφράζοντας τον πόνο του μπορούσε κανείς να την αντέξει.
[απόσπασμα από συνέντευξή του, το 1992]
Έλα να παίξουμε.
Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου.
(Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη
Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη)
Θα σου χαρίσω τους πύργους μου
(Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου
Έχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα)
Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου
Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τί τους θέλω;
(Τραβάνε μπρος, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα)
Όλα, και τ’ άλογά μου θα σ’ τα δώσω
Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω
Που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει
Δρασκελώντας τη μια άκρη ώς την άλλη
Γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
Μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις.
Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα.
[Το Σκάκι]
Εννοώ, δηλαδή, αυτά που πιστεύαμε τότε, μάλλον, που κυκλοφορούσαν γενικότερα στο κλίμα της εποχής, ότι η ποίηση πρέπει να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του λαού, να υμνεί τα κατορθώματα της εθνικής αντίστασης, να είναι στρατευμένη, κλπ. Μέσα στα δικά μου ποιήματα δεν υπήρχε ούτε η λέξη αντάρτης, ούτε η λέξη αντίσταση, ούτε η λέξη κατοχή, ούτε η λέξη φασισμός. Εγώ όμως από την άλλη μεριά ήμουνα πολιτικά στρατευμένος και ήμουνα ένα στέλεχος του φοιτητικού κινήματος γνωστό σ' ένα κύκλο. Κι αυτό το πράγμα θα ερχόταν σε κάποια αντίθεση· κάπου θα άκουα αντιρρήσεις, αντιδράσεις, ειρωνείες, ίσως, γιατί τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής ήταν ποιήματα ερωτικά μάλλον. Είχαν βέβαια έναν αέρα της κατοχής, αλλά δεν είχαν αυτόν τον αέρα της μπροσούρας που ήθελε η εποχή.
[απόσπασμα από συνέντευξη στην εκπομπή Παρασκήνιο]
Οι τσαγκαράδες να φτιάνουν όπως πάντα γερά παπούτσια
Οι εκπαιδευτικοί να συμμορφώνονται με το αναλυτικό πρόγραμμα του Υπουργείου
Οι τροχονόμοι να σημειώνουν με σχολαστικότητα τις παραβάσεις
Οι εφοπλιστές να καθελκύουν διαρκώς νέα σκάφη
Οι καταστηματάρχες ν’ ανοίγουν και να κλείνουν σύμφωνα με το εκάστοτε ωράριο
Οι εργάτες να συμβάλλουν ευσυνείδητα στην άνοδο του επιπέδου παραγωγής
Οι αγρότες να συμβάλλουν ευσυνείδητα στην κάθοδο του επιπέδου καταναλώσεως
Οι φοιτητές να μιμούνται τους δασκάλους τους και να μην πολιτικολογούν
Οι ποδοσφαιριστές να μη δωροδοκούνται πέραν ενός λογικού ορίου
Οι δικαστές να κρίνουν κατά συνείδησιν και εκτάκτως μόνον, κατ’ επιταγήν
Ο τύπος να μη γράφει ό,τι πιθανόν να εμβάλλει εις ανησυχίαν τους φορτοεκφορτωτάς
Οι ποιητές όπως πάντα να γράφουν ωραία ποιήματα.
[Προσχέδιο Δοκιμίου Πολιτικής Αγωγής]
Γράφω ποιήματα μέσα στα πλαίσια που ορίζουν οι υπεύθυνες υπηρεσίες
Που δεν περιέχουν τη λέξη: Ελευθερία, τη λέξη: Δημοκρατία
Δεν φωνασκούν: Κάτω οι τύραννοι ή: Θάνατος στους προδότες
Που παρακάμπτουν επιμελώς τα λεγόμενα φλέγοντα γεγονότα
Γράφω ποιήματα άνετα και αναπαυτικά για όλες τις λογοκρισίες
Αποστρέφομαι τετριμμένες εκφράσεις όπως: σαπίλα ή καθάρματα ή πουλημένοι
Εκλέγω σε πάσα περίπτωση την αρμοδιότερη λέξη
Αυτή που λέμε «ποιητική»: στιλπνή, παρθενική, ιδεατώς ωραία.
Γράφω ποιήματα που δεν στρέφονται κατά της καθεστηκυίας τάξεως.
[Απολογία Νομοταγούς]
Υπάρχουν ποιητές που εξέφρασαν τις επιπτώσεις μιας ήττας (που δεν ήταν βέβαια απλά 'στρατιωτική'), που συνειδητοποίησαν πρώιμα μια πραγματικότητα, που 'προφήτεψαν' ακόμη ό,τι έμελλε να συμβεί –αλλά που οι ίδιοι δεν υπήρξαν 'ηττημένοι', ούτε πολύ περισσότερο εγκατέλειψαν τον αγώνα (στην πιο πλατιά και ανθρώπινη ουσία του).
[απόσπασμα από συνέντευξή του στο περιοδικό Η λέξη, Ιανουάριος 1982]
Για τους ερωτευμένους που παντρεύτηκαν
Για το σπίτι που χτίστηκε
Για τα παιδάκια που μεγάλωσαν
Για τα πλοία που άραξαν
Για τη μάχη που κερδήθηκε
Για τον άσωτο που επέστρεψε
Για όλα όσα τέλειωσαν χωρίς ελπίδα πια.
[Αφιέρωση]