Αν χάσουμε το μέτρο θα χάσουμε το δίκιο (όλων μας)

Μπορεί οι γυναίκες κωμικοί να έχουν λόγο να νιώθουν στεναχωρημένες και να το εκφράζουν δημόσια. Λίγο φρένο με τα cancel όμως, παιδιά.

Αν χάσουμε το μέτρο θα χάσουμε το δίκιο (όλων μας)

Ομολογώ ότι δεν κατάφερα με την πρώτη να μπω στην ψυχοσύνθεση όσων φρούμαξαν με την απόφαση των 17 κωμικών να κάνουν την παράστασή τους με αυτή τη σύνθεση και όχι μια άλλη, που θα περιλάμβανε και άλλες κατηγορίες φύλλου.

Δηλαδή τι; Δεν έχουμε δικαίωμα ως άνθρωποι, σκέφτηκα, να αποφασίσουμε με ποιον θέλουμε να κάνουμε παρέα, να συνεργαζόμαστε, να κάνουμε μπίζνες και ό,τι άλλο θέλουμε; Υπάρχει ένα αόρατο χέρι που μας καρπαζώνει με τη μορφή του cancel όταν βάλουμε μια προσωπική μας επιθυμία για συνεργασία πάνω από την ηθική επιταγή της «ποσόστωσης»;

Και αν η ποσόστωση αφορά τις γυναίκες γιατί δεν αφορά και τα διεμφυλικά άτομα ή τα μη δυαδικά ή ακόμη και τους ηλικιωμένους; Που σταματά η υποχρέωση της συμπερίληψης σε κάτι που θέλω να κάνω;

Και που αρχίζει;, ρωτά ίσως η άλλη άποψη.    

Ορισμένες απόψεις που διάβασα από το απόγευμα της Πέμπτης στα κοινωνικά δίκτυα με έκαναν να σκεφτώ και αυτήν την άλλη πλευρά.

Όντως χρειάζεται πολλή δουλειά για να αποκτήσουν οι γυναίκες το ίδιο εργασιακό στάτους με τους άντρες και αυτό προφανώς δεν αφορά μόνο τον κλάδο των κωμικών. Και αν οι ανισότητες δεν είναι πια τόσο εμφανείς, είναι παρούσες υποδορίως. Η προσπάθεια ανατροπής αυτών των ανισοτήτων είναι σωστό να αρχίζει από την προσωπική μας καθημερινότητα, να το έχουμε στο μυαλό μας σαν μια ηθική πρακτική που θα βοηθήσει στο να αλλάξουν τα πράγματα προς το δικαιότερο.

Άλλο όμως αυτό και άλλο να λέμε ότι όποιος δεν φροντίζει σε κάθε του συνεργασία με μετέχει και γυναίκα είναι «απαράδεκτος» και ότι είναι ηθικά μεμπτό να συνεργάζεται κανείς με έναν τέτοιο άνθρωπο- να ενεργοποιείται δηλαδή αυτό που λέμε «cancel culture». Σε περιπτώσεις που η πρακτική αυτή ενεργοποιείται καθ’ υπέρβαση υπάρχει σφάλμα που, αν και έχει καλό σκοπό, κάνει τελικά κακό στους ευρύτερους σκοπούς των κινημάτων. Μιλώ από πλευράς τακτικής, καθώς έτσι γίνεται πιο δύσκολο να δημιουργηθούν οι κοινωνικές συμμαχίες που θα κάνουν τα αιτήματα πλειοψηφικά.

Άκουσα και την άποψη ότι σε τέτοιες cancel υπερβολές φουντώνει και η υποστήριξη σε ρητορικές τύπου Τραμπ και λοιπής ακροδεξιάς, και ομολογώ πως που μου φαίνεται λογικό. Αρκετοί άνθρωποι νιώθουν ότι αδικούνται, και όταν δεν τους ακούμε σε αυτό που λένε και δεν προσπαθούμε να τους εξηγήσουμε αλλά τους ακυρώνουμε με αρνητικές ταμπέλες, τους στέλνουμε απευθείας σε αυτούς που κάνουν τις αρνητικές ταμπέλες παντιέρα. Αυτό έγινε με τους κατοίκους του Αγίου Παντελεήμονα και τη Χρυσή Αυγή: Φώναζαν ότι κάτι πρέπει να γίνει με τους μετανάστες και οι υπόλοιποι τους λέγαμε ρατσιστές. Να τη μετά δεύτερη η Χρυσή Αυγή στις περιοχές εκείνες.  

Δεν λέω να αφήσουμε την επέλαση του Τραμπ και άλλων εθνικιστών-λαϊκιστών ανά τον κόσμο να αλλάξουν έστω και έμμεσα την ατζέντα των πραγμάτων που πρέπει να αλλάξουν προς το δικαιότερο. Όχι.

Δεν είναι όμως τα πράγματα άσπρο ή μαύρο. Μπορούμε να κάνουμε διακρίσεις στην κριτική μας ώστε αυτή να είναι στοχευμένη και πιο αποτελεσματική. Δεν είναι όλες οι περιπτώσεις ίδιες, δεν είναι όλες οι συμπεριφορές κακές, και, τελικά, δεν είναι και ίδιας βαρύτητας όλα τα σφάλματα.

Για παράδειγμα, άκουγα στην εκπομπή της Μαρίας Θανασούλια (στο Κόκκινο 105,5) την κωμικό Ήρα Κατσούδα να μιλάει για το θέμα: «Δεν είναι καταγγελία, είναι τοποθέτηση. Δεν καταγγέλλουμε κάτι. Δεν είναι τιμωρητικό όλο αυτό. Απλώς λέμε πώς νιώθουμε αυτόν τον καιρό με αυτή την κατάσταση. Είμαστε στεναχωρημένες. Φροντίζουμε για ένα καλύτερο εργασιακό περιβάλλον για εμάς και για τα κορίτσια που θα ακολουθήσουν στο χώρο».

Αυτό νομίζω είναι το μέτρο. Μια ομάδα ανθρώπων στενοχωρήθηκε και πληγώθηκε για λόγος που έχει την πρόθεση να εξηγήσει και να τεκμηριώσει, όχι να προκαλέσει κακό στη φήμη κάποιων άλλων. Το κάλεσμα σε cancel έχει στα μάτια μου ενσωματωμένη την υπερβολή και κατά κανόνα αποτελεί ένα ύστατο μέτρο κοινωνικής αντίδρασης που πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ. Όσοι κάνουν χρήση που θυμίζει... χριστιανικά σαλπίσματα κατά των απίστων κινδυνεύουν όχι μόνο να μην είναι συμπαθείς -αυτό είναι το λιγότερο- αλλά να μην εισακούγονται και αυτά που λένε. Και αυτό μας βλάπτει όλους.  

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v