Τασούλας όπως λέμε "η μπάλα είναι δική μου"
Ευκαιρία βρήκε την ασφάλεια που νιώθει η κυβέρνηση για να κάνει μια επιλογή που θα την χρησιμοποιήσει για ασπίδα έναντι των εκ δεξιών επιδρομών. Πόσο εις βάρος του θεσμού θα είναι αυτό;
Γυρω από την επιλογή Τασούλα για την προεδρία της Δημοκρατίας υπάρχουν δύο συζητήσεις που νομίζω ότι αξίζουν τον κόπο. Η πρώτη αφορά την καταλληλότητα του προσώπου.
Θα είναι καλός πρόεδρος της Δημοκρατίας ο νυν πρόεδρος της Βουλής; Θα καταφέρει να διατηρήσει θεσμικό προφίλ ή αυτό θα υπερκεραστεί από το κομματικό- που άλλωστε οδήγησε στην επιλογή του;
Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποιος που ασχολείται σοβαρά με την πολιτική ο οποίος να μην μπορεί να καταλάβει τι «πρέπει» και τι «δεν πρέπει» να λέει εφόσον γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Αυτά βεβαίως αν δεν έχει πιέσεις και αφεθεί μόνος του να αποφασίσει. Εκεί ξεκινούν οι προκλήσεις για τον κ. Τασούλα: από το ότι η επιλογή του υπαγορεύτηκε από δύο κομματικές επιταγές για τη Νέα Δημοκρατία.
Η πρώτη έχει να κάνει με το εσωτερικό της. Η αποπομπή του σκληρού δεξιού Σαμαρά, ο οποίος ανήκει σε πιο αποδεκτή εντός της ΝΔ πολιτική οικογένεια από ό,τι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, είναι μια κρίση που περιμένει να εκδηλωθεί -πιθανότατα αυτό θα γίνει αφού ο πρώην πρωθυπουργός ολοκληρώσει έναν κύκλο επαφών που, όπως μαθαίνω, έχει τον τελευταίο καιρό με σκοπό την χαρτογράφηση των δυνατοτήτων στον χώρο δεξιότερα της Ν. Δημοκρατίας.
Η δεξιά πτέρυγα της Ν.Δ. όπου περιλαμβάνονται και μέλη του υπουργικού συμβουλίου, έχει καταλάβει τη θέση της μόνης αντιπολίτευσης που πραγματικά ανησυχεί το Μαξίμου, βλέποντας και την τάση ανόδου των ακροδεξιών τάσεων στο εκλογικό σώμα. Στο επόμενο διάστημα από εκείνη την κατεύθυνση αναμένονται βέλη, και μια κεντροαριστερή επιλογή προέδρου δεν θα βοηθούσε.
Η δεύτερη επιταγή έχει να κάνει με τις εκτός της Νέας Δημοκρατίας ακροδεξιές τάσεις που περιμένουν να τραγανίσουν τα ποσοστά της κυβερνώσας παράταξης με ανοιχτά συντηρητικότερη ατζέντα για μετανάστευση και εθνικά θέματα. Βελόπουλος, Λατινοπούλου, Νίκη, Χρυσή Αυγή περιμένουν να ωφεληθούν και από το διεθνές κλίμα.
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι αν ο κ. Τασούλας έχει το μυαλό ή την πολιτική συγκρότηση να καταλάβει πώς θα καταφέρει είναι ένας ενωτικός πρόεδρος, αλλά το κατά πόσο θα βάλει τα όριά του σε αυτά που πιθανόν θα του ζητηθεί από το Μαξίμου να πει σε διάφορες περιστάσεις. Εδώ, έχω να πω ότι μια προσωπικότητα που θα είχε ειδικό βάρος και εκτός της ενεργού πολιτικής, θα είχε περισσότερες πιθανότητες να περιχαρακώσει την πολιτική ανεξαρτησία του θεσμού της προεδρίας, μένοντας μακριά από τις κομματικές αψιμαχίες.
Το δεύτερο ζήτημα που αξίζει να συζητηθεί σχετικά με την επιλογή Τασούλα δεν αφορά το πρόσωπό του, αλλά την κίνηση του Πρωθυπουργού να κάνει μια εμφανώς μη συναινετική επιλογή προσώπου, και μάλιστα κατά την πρώτη εκλογή Προέδρου χωρίς το βαρίδι των εκλογών σε περίπτωση μη αυξημένης πλειοψηφίας. Είναι ακριβώς η περίσταση που, από σεβασμό στο πνεύμα της μεταπολιτευτικής συνταγματικής παράδοσης, θα έπρεπε αυτή η συνθήκη να υποστηριχθεί.
Είναι «εσωκομματικό παιχνίδι με τους θεσμούς» η επιλογή Τασούλα, όπως λέει η αντιπολίτευση;
Ας μην αναπαράγουμε τις υποκρισίες δεκαετιών. Κατ’ εξοχήν «παιχνίδι» ήταν η προεδρική εκλογή όταν στο τέλος μια άγονης σειράς υπήρχε η σπάθη των εκλογών. Η ασφάλεια που νιώθει σήμερα η κυβέρνηση είναι που της επιτρέπει να προσθέσει τη διάσταση του «εσωκομματικού» και να μην αφήνει τα άλλα παιδάκια να παίξουν με τη μπάλα της.