Το αγοράζειν ανθρώπινον
Αν και η κατανάλωση δεν έχει "νόημα" ούτε αποτελεί "αλήθεια" με τη φιλοσοφική έννοια, έχει τη χρησιμότητά της.
Μαθαίνουμε να ζούμε αγοράζοντας. Μπορεί όχι σώνει και καλά καταναλώνοντας, αλλά αγοράζοντας σίγουρα.
Ο γιος ενός φίλου, όταν ήταν 4,5, 6 ετών ήθελε να παίρνει πάντα κάτι σε παιχνίδι ή κάτι τέλος πάντων παιδικό από το σούπερ μάρκετ, να το ανοίγει με βουλιμία και μετά, να το εγκαταλείπει χωρίς να του ρίχνει δεύτερη ματιά.
Η «χαρά της αγοράς» είναι πιθανότατα άλλη από αυτήν της κατανάλωσης. Όσοι από εμάς αγαπάμε τα βιβλία ξέρουμε καλά πως η στίβα με αδιάβαστα δεν μειώνεται σχεδόν ποτέ, κάτι που δείχνει ότι δεν αγοράζουμε βιβλία επειδή «δεν έχουμε τι να διαβάσουμε». Ίσως κάποιος παραξενευτεί που ανακατεύω τα βιβλία σε ένα κείμενο για τις αγορές και την κατανάλωση. Γιατί όμως; Η νοοτροπία των αγορών μπορεί να είναι ίδια, ασχέτως του πόσο πνευματώδη ή αγοραία είναι τα αντικείμενα τα οποία εμπλέκει.
Μήπως όμως αυτό δεν μπορεί να ισχύει και την ίδια την ανάγνωση; Δεν μπορεί η επιθυμία ενός ανθρώπου όχι να διαβάζει αλλά να τελειώνει ένα βιβλίο και να πηγαίνει στο επόμενο να είναι ένδειξη της καταναλωτικής του διάθεσης; Ομοίως και με τα ταξίδια. Άλλο το να απολαμβάνεις να γνωρίζεις και να βλέπεις διαφορετικά μέρη, συνήθειες και νοοτροπίες, και άλλο να σε νοιάζει να καρφώσεις τη… σημεία σου σε διαφορετικές επικράτειες σαν εξερευνητής από μυθιστόρημα του Ιούλιου Βερν.
Ναι, δεν είναι ακριβώς το ίδιο το να αγοράσεις ένα ακόμη άχρηστο σετ σουβέρ με το να ταξιδέψεις σε δύο πόλεις τους εξωτερικού στις οποίες δεν έχεις πάει. Οι εμπειρίες έχουν πιθανώς ένα μικρό προβάδισμα σε σχέση με τα αντικείμενα ως προς την αυθεντικότητα, όμως αυτό δεν είναι τόσο ώστε να τις απαλλάσσει αυτομάτως από την κατηγορία της «καταναλωτικής διάθεσης». Για την αντικατανάλωση, για να καταφέρνουμε να μην χανόμαστε στις επιθυμίες μας για αγορές, το κλειδί είναι ο τρόπος που το επεξεργαζόμαστε όλο αυτό, το πώς τοποθετούμε τον εαυτό μας εκεί. Ενδεχομένως βέβαια, αν τον παρατοποθετήσουμε σωστά, να νιώσουμε ότι η συσσώρευση πραγμάτων είναι εντελώς μάταιη.
Όμως και τι δεν είναι; θα ρωτήσει κάποιος.
Οι ψυχολόγοι λένε πως οι αγορές πραγμάτων μάς κάνουν να νιώθουμε ασφάλεια και πως η φροντίδα τους μας προσφέρει μια ξένοιαστη απασχόληση- μια «τόσο, όσο» αποστολή που λειτουργεί σαν ουδέτερη ζώνη ανάμεσα σε εμάς και τις πραγματικά σοβαρές έγνοιες. Είναι ένα ηρεμιστικό δηλαδή. Από αυτή την άποψη, η κατανάλωση δεν είναι μάταιη, ακόμη και αν μας απομακρύνει από την «αλήθεια» των πραγμάτων, με την έννοια που της δίνει η φιλοσοφία. Άλλωστε οι δυτικές κοινωνίες δεν είναι κοινωνίες που φιλοσοφούν. Είναι κοινωνίες που πρέπει να μένουν ήρεμες, ακόμα και αν αυτό σημαίνει και λίγο κοιμισμένες.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορεί κανείς να αγοράζει πιο ωραία πράγματα από τον άλλον (ή πιο πνευματώδη, πιο «αυθεντικά», πιο εμπειρικά) και να νιώθει ωραία για αυτό. Και ίσως αυτές οι σκέψεις, αυτά τα συναισθήματα να τον καλλιεργούν και λιγάκι, ακόμη και αν δεν ήταν ποτέ αυτός ο σκοπός. Όπως ένα ωραίο όνειρο μπορεί να κάνει έναν ύπνο καλύτερο και αυτόν που το είδε λίγο πιο ευτυχή.
Τι θέλω να πω; Οι ζωές μας είναι μικρές για να νιώθουμε υποχρεωμένοι να βγάλουμε από μέσα τους όλες αυτές τις «κίβδηλες απολαύσεις» και να κυνηγάμε την χίμαιρα της αλήθειας, για αυτό και συνήθειες όπως οι γιορτές των Χριστουγέννων και η Black Friday ευδοκιμούν. Δεν πειράζει, αρκεί να μπορούμε να τα κοιτάζουμε και από λίγο πιο μακριά και να ξέρουμε τι κάνουμε και γιατί.
Στην ουσία, "χρόνο" αγοράζουμε.