Γνωριμία με τα κρασιά του Λουξεμβούργου!

Το ξεκαθαρίζω: ήξερα ελάχιστα για τα κρασιά του Λουξεμβούργου. Ή, για να το πω πιο απλά, ήξερα απλά ότι υπήρχαν. Σήμερα είχα το δικό μου βάπτισμα του πυρός στον αμπελώνα του Λουξεμβούργου και τα κρασιά του. Και δεν λέω ότι η ζωή μου άλλαξε για πάντα, κάθε τέτοια εμπειρία, όμως, είναι - αν μη τι άλλο - ενδιαφέρουσα και διδακτική.

Η άφιξή μου στο Δουκάτο του Λουξεμβούργου (εδώ ακριβολογούμε, δεν παίζουμε...) δεν έγινε κάτω από τις πιο καλές προϋποθέσεις. Κι αυτό γιατί μπορεί εγώ να έφτασα κανονικά και βάσει του προγράμματος, η βαλίτσα μου όμως αποφάσισε ότι το Μόναχο (ο ενδιάμεσος σταθμός του ταξιδιού) της άρεσε περισσότερο και χρειαζόταν περισσότερο χρόνο για να το γνωρίσει καλύτερα. Βέβαια οι οιωνοί της κακοτυχίας φάνηκαν με το που πάτησα το πόδι μου στο αεροπλάνο, αλλά ας μην το συνεχίσω καλύτερα. Το βασικό πάντως είναι ότι την ώρα που γράφονται πλέον αυτές οι γραμμές έχω εξασφαλίσει καθαρά ρούχα και όλα τα απαραίτητα "σύνεργά" μου για την αυριανή μέρα, αλλά και για το υπόλοιπο ταξίδι!

Το αδιαμφισβήτητο highlight της πρώτης αυτής μέρας, πάντως, ήταν το workshop - μετά γευσιγνωσίας - πάνω στα κρασιά του Λουξεμβούργου. Όπως έμαθα, η αμπελουργία υπάρχει στην περιοχή από τον 5ο αιώνα μ.Χ., ωστόσο μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα άρχισε να υπάρχει σοβαρή οινοποιία, με βασικό "πελάτη" την Γερμανία. Η σχέση αυτή έληξε στις αρχές του 20ου αιώνα λόγω της πανδημίας της Φυλλοξήρας που αφάνισε και το τελευταίο κλήμα στο Λουξεμβούργο, αλλά και της Συνθήκης των Βερσαλλιών, που έβγαλε τη Γερμανία στο περιθώριο της Ευρώπης. Σήμερα ο αμπελώνας του Λουξεμβούργου εκτείνεται ουσιαστικά κατά μήκος του ποταμού Moselle, που αποτελεί φυσικό σύνορο της χώρας με τη Γερμανία. Έχει έκταση περίπου 13000 στρέμματα και αξιοποιείται από 450 παραγωγούς. Αυτοί χωρίζονται σε συνεταιρισμούς, ιδιώτες και απλούς αγρότες που πωλούν τα σταφύλια τους σε τρίτους. Πολύ ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι κάποιοι οινοποιοί έχουν σχηματίσει ενώσεις που ονομάζονται "Χάρτες" (Charta), οι οποίες βασίζονται σε μία σειρά από κριτήρια που διασφαλίζουν την ποιότητα και την τυπικότητα των κρασιών τους (ποικιλίες που καλλιεργούν, στρεμματική απόδοση, μεθόδους αμπελουργίας και οινοποιίας, κλπ). Τα μέλη κάθε χάρτας δραστηριοποιούνται από κοινού σε επίπεδο μάρκετινγκ και επικοινωνίας, και σε ορισμένες περιπτώσεις διαθέτουν τα κρασιά τους κάτω από κοινή ετικέτα-ομπρέλα. Η συμμετοχή σε μία χάρτα είναι τιμή και ένδειξη prestige, και αποτελεί απόδειξη της θεωρίας ότι (και) στο κρασί η ισχύς βρίσκεται εν τη ενώσει...

Όπως φαντάζεστε, οι ποικιλίες που συναντάμε στα κρασιά του Λουξεμβούργου είναι τυπικές Βορειο-Ευρωπαϊκές: Riesling, Pinot Gris, Gewurztraminer, Auxerrois και Rivaner (η τοπική ονομασία του Müller-Thurgau). Τα ερυθρά προέρχονται (προφανώς) ως επί το πλείστον από Pinot Noir, ενώ οι αμπελουργοί εδώ ξαναβρίσκουν σιγά-σιγά το χαμένο ερυθρό τους St.Laurent (που εκείνοι θεωρούν δικό τους, αν κι εγώ πίστευα ότι επρόκειτο για Αυστριακή ποικιλία - και ξέρω ότι δεν είμαι ο μόνος...). Αξίζει επιπλέον να σας πω ότι εδώ στο Λουξεμβούργο έχει μεγάλη πέραση το αφρώδες κρασί (προφανώς κατάλοιπο των πάρε-δώσε με τη Γερμανία...). 15% του κρασιού της χώρας είναι αφρώδες - είτε από ντόπιες, είτε από διεθνείς ποικιλίες - που παράγεται κυρίως με την παραδοσιακή μέθοδο της Σαμπάνιας. Και μία και μιλάμε με νούμερα, να σας πω ότι οι κάτοικοι του Λουξεμβούργου το... τσούζουν καλά, αφού η μέση ετήσια κατανάλωση στη χώρα αγγίζει τα 54 λίτρα κατά κεφαλήν! Από αυτά μόνο τα 15 αφορούν σε ντόπιο κρασί - ο κύριος όγκος αποτελείται από κρασιά που εισάγονται από τη Γαλλία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Αυστραλία. Τέλος, από τη συνολική παραγωγή κρασιού στο Λουξεμβούργο (περίπου 12 εκατομμύρια λίτρα), το 50% εξάγεται σε μεγάλες Ευρωπαϊκές αγορές. Από αυτό, το 65% έχει προορισμό τις Κάτω Χώρες, ενώ το υπόλοιπο πάει στη Γερμανία.

Όπως σας είπα, δοκίμασα αρκετά δείγματα κρασιών από το Λουξεμβούργο σήμερα. Δεν μπορώ να πω ότι εντυπωσιάστηκα, ωστόσο τα βρήκα στην πλειονότητά τους πολύ αξιόλογα - ιδιαίτερα τα Riesling. Το Auxerrois δίνει ανάλαφρα κρασιά που είναι ιδανικά για απεριτίφ ή να συνοδεύουν finger food, ενώ το Pinot Noir του Λουξεμβούργου είναι ελαφρύ, αρωματικό και ευχάριστο - δεν είναι το στυλ κρασιού που εμένα προσωπικά μου ταιριάζει, αλλά σίγουρα δεν το λες κακό.

Την Παρασκευή, πρώτη μέρα του διαγωνισμού Concours Mondial de Bruxelles, το πρόγραμμα είναι φορτωμένο με πολύ ενδιαφέρουσες δραστηριότητες. Δεν ξέρω πόσα θα μπορέσω να σας μεταφέρω από τις διεργασίες της κριτικής επιτροπής, σίγουρα όμως θα έχω πολλά να σας πω από όλα όσα θα κάνουμε μόλις τελειώσουμε την πρώτη "φουρνιά" της βαθμολόγησης. Μείνετε συντονισμένοι!...
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v