Γιατί μου αρέσει να πηγαίνω σε πανηγύρια
Ξέρεις ποιος έχει δικαίωμα να πηγαίνει σε πανηγύρια; Όποιος θέλει να πηγαίνει σε πανηγύρια. Αλλά επειδή αυτό δεν μοιάζει να είναι αρκετό εδώ που φτάσαμε, ας το αναλύσουμε.
Ξέρεις ποιος έχει δικαίωμα να πηγαίνει σε πανηγύρια; Όποιος θέλει να πηγαίνει σε πανηγύρια. Αλλά επειδή αυτό δεν μοιάζει να είναι αρκετό εδώ που φτάσαμε, ας το αναλύσουμε.
Άλλο και τούτο που μας βρήκε αυγουστιάτικα. Ότι θα τσακωνόμασταν, εν μέσω παρατεταμένου καύσωνος, ποιος δικαιούται να πηγαίνει σε πανηγύρια και γιατί, κι αν είναι οι προθέσεις του αγνές και το πιστοποιητικό πανηγυρικών φρονημάτων του άσπιλο. Θα ήταν αστείο, αν δεν ήταν κομματάκι θλιβερό –όπως κάθε τι σε αυτή την χώρα, εδώ που τα λέμε.
Όταν εμείς είχαμε φασαίους, οι άλλοι τρώγαν’ βελανίδια
Πολλές, πολλές δεκαετίες προτού εφευρεθεί η λέξη φασαίος, οι άνθρωποι πήγαιναν σε πανηγύρια. Γιατί πήγαιναν σε πανηγύρια; Σύμφωνοι, η αφορμή ήταν πάντα θρησκευτική. Τα πανηγύρια οργανώνονται για τη γιορτή κάποιου αγίου. Το εκκλησιαστικό/ κατανυκτικό κομμάτι τους όμως εξαντλείται στη λειτουργία, κάποιες φορές και την περιφορά, που προηγούνται του πανηγυριού. Μετά τι έχει; Έχει μουσικές. Έχει χορό. Έχει φαγητό. Έχει κρασί. Έχει, και τότε και τώρα και πάντα, φλερτ και γνωριμίες και έρωτες και δράματα, άσχετα αν κάποτε τα έλεγαν αλλιώς. Τα συνοικέσια ήταν η ραχοκοκαλιά των πανηγυριών, κι όποιος (κάνει πως) δεν το θυμάται αυτό, απλά κρύβει χρόνια –ή δεν τα ‘χει αρκετά για να τα κρύψει.
Τι είναι όλα αυτά; Για να σ’ το κάνουμε πιο εύκολο: Πώς λέμε με μια λέξη ότι κάπου έχει χορούς, μουσικές, φαγοπότια, φλερταρίσματα και δράματα; Ναι, γεια σου. Φάση. Η γιαγιά σου η Ευλαλία πήγαινε στο πανηγύρι (κυρίως) για την φάση, και κανείς δεν έβγαινε στα ίντερνετς να την πει φασαία, γιατί οι κοινωνίες με λιγότερη τεχνολογία και πιο περιορισμένο λεξιλόγιο είχαν άλλους τρόπους να τσακώνονται. Αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης.
Άσε κάτω την πολιτιστική κληρονομιά μου, ρε
Για χώρα που βάσισε την σύστασή της πάνω στην ιδέα ενός κοινού –έστω και πολύ μακρινού– παρελθόντος, το λες και παράδοξο να απορρίπτουμε τόσο αβίαστα την έννοια της συλλογικής μνήμης. Πολύ μπερδεμένο; Να εξηγήσουμε: Αν η αθηναϊκή νεολαία δεν έχει δικαίωμα στα πανηγύρια γιατί δεν μεγάλωσε σε χωριά να αγαπήσει την παράδοση και να μάθει τους κανόνες της, τότε και ο μέσος Επτανήσιος δεν είναι αρκετά Έλληνας, γιατί οι πρόγονοί του δεν έπιναν στην αγορά νερωμένο κρασί ούτε με τον Περικλή ούτε με τον Μεγαλέξανδρο.
Η συλλογική μνήμη, ακριβώς όπως και η πολιτισμική ταυτότητα, δεν βασίζεται απαραίτητα σε αναμνήσεις. Δεν χρειάζεται να ξέρω σωστά τα βήματα του Ικαριώτικου για να νιώσω ότι ανήκω σε ένα ικαριώτικο πανηγύρι. Κανείς μας, άλλωστε, δεν ανήκει σε μέρη. Ανήκουμε σε ομάδες, που αποτελούνται από ανθρώπους, που τους ενώνει μια ιδέα ή μια στιγμή. Κι αυτή η στιγμή μπορεί εξίσου εύκολα να είναι ένας Ικαριώτικος που χορεύεται με τα σωστά βήματα στο προαύλιο μιας εκκλησίας, και ένα μεθυσμένο «πώς το τρίβουν το πιπέρι» που βάζει σοβαρές και μετρημένες θείες να κολλάνε μύτες στα πατώματα και δεκάχρονα ανίψια να ξεκαρδίζονται, περιμένοντας τριάντα χρόνια την ευκαιρία να βάλουν αυτή την αναφορά σε γραπτό κομμάτι.
Έρχονται οι φασαίοι και μας πίνουν το κρασί μας
Γιατί κάνουμε ακόμα πανηγύρια, σε μια εποχή που κάθε άλλο παρά λείπουν τα μέρη και οι αφορμές για έξοδο από το σπίτι; Ένας λόγος είναι ότι, σε επισφαλώς ρευστές εποχές, η χρονική συνέχεια της παράδοσης, και η αίσθηση του ανήκειν που αυτή γεννάει, έχουν κάτι το καθησυχαστικό. Ένας άλλος είναι ότι τα πανηγύρια είναι ίσως η μόνη περίπτωση που το επαίσχυντο κλισέ «γίνονται όλοι μια παρέα» όντως ισχύει. Το να γίνεσαι θεματοφύλακας της παράδοσης και να θες να αποκλείσεις από αυτά κόσμο δεν είναι μόνο κρίμα κι άδικο, σε κάνει να μοιάζεις και με κακομαθημένο παιδάκι που δεν θέλει να μοιραστεί τα παιχνίδια του, και δικαιολογείται στη μαμά του γκρινιάζοντας πως του τα χαλάνε. Την επόμενη φορά που θα εκνευριστείς με Αθηναίο φασαίο που σου ζήτησε δεύτερο ποτήρι κρασί γιατί δεν ξέρει ότι το σαβουάρ πανηγυρίβρ λέει πως όταν μας κερνάνε κάτι δεν ζητάμε κι άλλο, μπορείς άνετα να του το εξηγήσεις. Κι αυτό είναι το ενήλικο αντίστοιχο του «δειξ’ του πώς παίζεται» στο παράδειγμά μας. Θα μπορούσε να ισχύει και για τα βήματα του Ικαριώτικου, αλλά ας μη ζητήσουμε πολλά.