«Πρέπει να ερωτεύεσαι αυτό που έχεις τη δυνατότητα να γίνεις, όχι αυτό που είσαι τώρα»

«Δεν είμαστε άνθρωποι επειδή γεννηθήκαμε. Ζωάκια είμαστε. Άνθρωπος πρέπει να γίνεις. Κι αυτό θέλει αγώνα». Μια μέρα σαν κι αυτή γεννιέται ο Κώστας Καζάκος.

«Πρέπει να ερωτεύεσαι αυτό που έχεις τη δυνατότητα να γίνεις, όχι αυτό που είσαι τώρα»

Σήμερα το να είναι κάποιος αριστερός είναι αναγκαίο περισσότερο από κάθε άλλη εποχή. Αριστερός είναι ο άνθρωπος που από ένστικτο αντιστέκεται. Ενδιαφέρεται για αυτό που συμβαίνει και αντιστέκεται στη φθορά, στο γκρέμισμα, στην κατρακύλα της κοινωνίας. Και προσπαθεί με κάθε τρόπο να συντηρήσει τις αξίες που δίνουν περιεχόμενο ανώτερο στις σχέσεις των ανθρώπων. Δεν μπορεί ο άνθρωπος που έχει ευαισθησίες να ανέχεται την αδικία, την ανισότητα, την αθλιότητα που έχει επιβληθεί στον πληθυσμό. Η ανισότητα σπάει κόκαλα. Όλοι οι άνθρωποι που βάλλονται έπρεπε να διαμαρτύρονται. Να μην είναι αδιάφοροι. Με λίγα λόγια, να μην ιδιωτεύουν. Πώς το έλεγαν οι αρχαίοι; Ιδιώτης, κι ήταν η χειρότερη βρισιά.

[Για την παράσταση «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» που ανέβασε με την Τζένη Καρέζη εν μέσω Χούντας, το 1973] Για να καταλάβεις το κλίμα, τι τραγέλαφος ήταν, ένας στρατηγός, Ραφαηλάκης, με ένα μουστακάκι γυριστό σαν αξιωματικός του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, έστελνε φαντάρους στην παράσταση κι έγραφαν ότι σε αυτή τη λέξη χειροκρότησε ο κόσμος, σε αυτήν τη λέξη γέλασε και γιόμιζαν κόλλες. Με φωνάζει στο γραφείο του, στο Κέντρο Διερχομένων απέναντι από τον Σταθμό Λαρίσης, ευγενικός στην αρχή. «Παιδί μου να τα κόψετε αυτά, έχω εδώ καταγγελίες ότι λέτε διάφορα πράγματα και ξεσηκώνετε τον κόσμο» μού λέει. Δεύτερη φορά, τίποτα. Με φωνάζει τρίτη φορά και βγάζει ένα μάτσο κόλλες αναφοράς από το συρτάρι. «Τι λέτε εδώ, αυτά θα τα κόψετε απόψε». Και αρχίζει να μου διαβάζει διάφορες σαχλαμάρες που έγραφαν οι φαντάροι και ένα λογύδριο που έβγαζε ο Παπαγιαννόπουλος που έπαιζε τον Κολοκοτρώνη. Πετάγομαι αυθόρμητα και βάζω τις φωνές. «Στρατηγέ μου, τι λέτε, αυτά τα λόγια θα κόψουμε; Ξέρετε ποιος έχει πει αυτά τα λόγια;». Ταράχτηκε, «ποιος;» μού λέει. «Είναι του Γέρου του Μοριά τα λόγια, όπως τα έχει πει στους Νεοέλληνες». Πρόσεξε να δεις σκηνή τώρα. «Τι λες, παιδί μου» μού κάνει βουρκωμένος και πιάνει τις κόλλες και τις πετάει στο καλάθι. Δεν με ξαναφώναξε. Αντε συνεννοήσου τώρα. Τι ήταν αυτός ο άνθρωπος. Μπορεί να ήταν βενιζελικός, δημοκρατικός, δεν έβγαζες άκρη.

[Με την Τζένη Καρέζη] το ’68 παντρευτήκαμε. Ήταν ανήσυχη αλλά ζούσε σε άλλο κλίμα. Ήταν πολύ ευαίσθητος άνθρωπος και της δημιουργήθηκαν ενοχές για το ότι πέρασαν τρομερές δεκαετίες από δίπλα της και δεν είχε πάρει χαμπάρι. Αναστατώθηκε κι έπεσε με τα μούτρα μετά. Έγραψε δύο σίριαλ μόνη της για την Κατοχή. Την ταρακούνησε που έζησε δίπλα στα γεγονότα και δεν τα έβλεπε. Και μετά έκανε έναν αγώνα για την αναζήτηση του χαμένου καιρού, κάτι που δείχνει άνθρωπο ζωντανό.

Είχα την τύχη να γνωρίσω μαγικούς ανθρώπους και κάποιοι από αυτούς με συντροφεύουν ακόμη. Δεν είχα σχέση με το θέατρο εγώ και αυτά τα πράγματα, μετά κόλλησα και από τότε δουλεύω 65 χρόνια ασταμάτητα. Είναι το οξυγόνο μου. Δεν είναι και λίγο να συναντιέσαι με το μαγνητικό πεδίο του Κουν, αρκεί να είχες ψυχή να το δεις. Πολλοί άνθρωποι πέρασαν από δίπλα του. Άλλοι πήραν πολύ, άλλοι λίγο και άλλοι καθόλου. Έμεινα 6 χρόνια στο Υπόγειο του Ορφέα, υπερηφανεύομαι μέσα μου πως δούλεψα εκεί και κουβάλαγα μπάζα. Οικειοθελώς και αφιλοκερδώς για να φτιάξουμε τον χώρο εκεί που έμελλε να γίνει ο ναός της τέχνης, περβόλι αγοριών και κοριτσιών με όνειρα και ψυχή. Μετά, από πείνα και δίψα όλων των ανθρώπων και του ίδιου του σκηνοθέτη ο Κουν κατάφερε να δημιουργήσει το δικό του κοινό. Με την επιμονή του, ήταν άοκνος άνθρωπος, ακούραστος, ένα σπάνιο είδος ανθρώπου που δεν κυκλοφορεί πια και εγώ είχα την τύχει να βρεθώ κοντά του. Μου άνοιξε δρόμους, με ενέπνευσε, μου στερέωσε στην κυριολεξία το μυαλό.

Είχε σημασία ο έρωτας και η αγάπη για μένα. Όλες μου οι επιθυμίες είχαν και έχουν σχέση με τους ανθρώπους. Είδες που λένε «θέλω να με αγαπάς για αυτό που είμαι». Αμ δεν είναι έτσι. Ο έρωτας δεν είναι το «όπως είσαι». Πρέπει να ερωτεύεσαι αυτό που έχεις τη δυνατότητα να γίνεις, όχι αυτό που είσαι τώρα. Αυτό είναι μεγάλη υπόθεση, το να την υποψιαστείς είναι σοβαρό πράγμα. Στην ουσία ο έρωτας είναι σύγκρουση, είναι αγώνας δύο ανθρώπων όπου πρέπει να κυριαρχήσουν τα δημιουργικά στοιχεία και από τους δύο. Αλλιώς δεν έχει νόημα. Μένεις στάσιμος και άμα πέσει και η καραντίνα, έρχεται και το διαζύγιο. Βέβαια, τις ανθρώπινες ιδιότητες τις κατακτάς, δεν χαρίζονται, ούτε κληρονομούνται. Δεν είμαστε άνθρωποι επειδή γεννηθήκαμε. Ζωάκια είμαστε. Άνθρωπος πρέπει να γίνεις. Κι αυτό θέλει αγώνα.

Ο πολιτισμός για την πολιτεία αυτού του είδους, την καπιταλιστική κοινωνία, είναι κόκκινο πανί. Ο κόσμος των τεχνών και των γραμμάτων ήταν πάντα εχθρός γιατί τον φοβάται. Πρώτα από όλα της είναι άγνωστος και καθετί που αγνοεί την τρομάζει και το κυνηγάει. Το σκληρότερο και το πιο πονηρό είναι πως εμποδίζει τον κόσμο, τον λαό να έρχεται σε επαφή με τον πολιτισμό, τον σπρώχνει συνέχεια πίσω στο ζωώδες. Τους αποδυναμώνει και τους κάνει να νοιάζονται μόνο για την επιβίωση γιατί γνωρίζει πως η τέχνη στα χέρια του λαού μπορεί να γίνει επικίνδυνο όπλο. Ξέρετε τι μπορεί να κάνει η τέχνη; Μπορεί να αφυπνίσει και αυτό δεν το θέλουν. Μας θέλουν στις σπηλιές, ο άνθρωπος όμως οφείλει να διεκδικήσει την ανθρώπινη του φύση. Δεν ήρθαμε στον κόσμο για να εξυπηρετήσουμε μόνο τις φυσικές μας ανάγκες, αλλά για να αναπτύξει ο καθένας την προσωπικότητα του, να απαλλαγεί από τους φόβους του και να μπορέσει να έχει πνευματικό βίο. Λίγοι είναι εκείνοι που το καταφέρνουν αυτό. Είναι αυτοί που μένουν στην ιστορία και μας δείχνουν τον δρόμο.

Σήμερα γίνεται άγριο εμπόριο ελπίδας. Η ελπίδα είναι μια λέξη που θέλει πολύ προσοχή γιατί δεν ζει με ελπίδες ο ζωντανός άνθρωπος. Οι πεθαμένοι ζουν με ελπίδες, περιμένουν τη Δευτέρα Παρουσία, αν θα τους βάλει αριστερά ή δεξιά, αν θα τους στείλει στα καζάνια ή στα δεντράκια με τα μήλα. Ο ζωντανός ο άνθρωπος ζει μια πραγματικότητα για την οποία δεν μπορεί να αδιαφορεί. Ο μέγας Μπρεχτ το λέει επιγραμματικά, «η πραγματικότητα είναι εκεί και σε περιμένει, θέλει να αλλάξει, άλλαξέ τη». Αν κάθεσαι και την κοιτάς απ' τον καναπέ, δεν αλλάζει. Χειροτερεύει αν δεν επέμβεις. Αγωνίζεσαι για τη ζωή, δεν ελπίζεις σε σωτήρες. Αυτό μας έχει φάει, περιμένουμε τους σωτήρες που λένε «καθίστε ήσυχα, μη βγαίνετε στους δρόμους, μην αγωνίζεστε, εμείς θα σας τα φτιάξουμε. Ακούμπα σε μας και μη σε νοιάζει». Οι ίδιοι άνθρωποι που καταστρέφουν τον τόπο θέλουν και να τον σώσουν, υποτίθεται. Και ο κόσμος κάθεται κι ελπίζει.

Αποσπάσματα από συνεντεύξεις του στα Νέα, στη Lifo και στον 902 FM 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v