«Ο Έλληνας, ξέρεις, εντυπωσιάζεται από τη σοβαροφάνεια»

«Εγώ δεν πιστεύω στο τυχαίο. Όλα όσα κερδίζουμε, τα κερδίζουμε με αγώνα, με μια αδιάκοπη πάλη». Η Αλίκη Βουγιουκλάκη με δικά της λόγια.

«Ο Έλληνας, ξέρεις, εντυπωσιάζεται από τη σοβαροφάνεια»

Είναι οδυνηρό. Αλλά είναι και συναρπαστικό μαζί. Οτιδήποτε δεν κάνεις με πρόγραμμα, σου χαρίζει μια μαγευτική αγωνία. Και λέω αγωνία, γιατί μαζί της έχω πορευτεί από το πρώτο μου βήμα ως σήμερα. Στα έξι μου χρόνια είχα την αγωνία πως η ζωή τελειώνει. Γιατί στα έξι έχασα τον πατέρα μου. Ύστερα, άρχισε η αγωνία μου για το πώς θα τα βγάλει πέρα η μάνα μου. Με τρία παιδιά. Κι ύστερα, ήμουνα δεν ήμουνα δεκάξι, κι ήμουνα ήδη γνωστή, ήδη αστέρι. Μια άλλη αγωνία, ως σήμερα.

Εγώ δεν πιστεύω στο τυχαίο. Όλα όσα κερδίζουμε, τα κερδίζουμε με αγώνα, με μια αδιάκοπη πάλη. Αρκεί να έχουμε όραμα, ένα όραμα.

Το πρώτο δικό μου όραμα ήταν να ξεφύγω απ’ τη μιζέρια. Να ξεφύγω από τη σκιά της καθημερινότητας. Να ξεφύγω από έναν κόσμο που μου φαινόταν απάνθρωπος, μια κι είχα γνωρίσει το Θάνατο σε ηλικία έξι χρόνων. Ο επίγειος Κάτω Κόσμος μού είχε πάρει ταυ πατέρα μου, κι εγώ, όσο κι αν το ‘ψαχνα, ποτέ δεν βρήκα ποιος έφταιγε για τον Εμφύλιο, για όλα όσα γίνανε τότε. Άλλωστε, θύτες και θύματα έχουνε πάντα κοινή μοίρα. Έτσι δεν είναι; Κι είναι φοβερό να μεγαλώνεις και να σε μαθαίνουν να μισείς. Εδώ, εγώ διαφωνούσα.

Η Μελίνα τους αντιμετώπιζε όλους τους ξένους σαν ίση προς ίσους, μόνο με τους Δελφούς, μόνο με την Ακρόπολη να τη στηρίζει. Να κάτι που δεν κάνουνε ποτέ οι πολιτικοί μας. Κι από ένστικτο και μόνο το καταλάβαινε η Μελίνα. Πως είμαστε σαν λαός τεράστιος, μέγας. Πώς είναι δυνατόν να μην το αντιλαμβάνονται αυτό το τόσο απλό οι πολιτικοί;

Ξέρω τι με φτήνηνε εμένα. Ο κινηματογράφος. Φυσικά, αυτό δεν θα γινόταν αν είχα σκηνοθέτη τον Μπέργκμαν ή τον Αντονιόνι. Αλλά ξέρεις κάτι; Αν αύριο πέθαινα, θα συνέβαινε ό,τι και με την Μέριλιν Μονρόε στην Αμερική. Ενώ όλοι την περιφρονούσαν και την θεωρούσαν κατώτερο προϊόν, μόλις πέθανε, ενώσαν κομμάτια απ’ τις ταινίες της και είπαν «κοιτάξτε τι μεγάλο φαινόμενο και τι σπουδαία ηθοποιός που ήταν».

Ο Έλληνας, ξέρεις, εντυπωσιάζεται από τη σοβαροφάνεια, ο Έλληνας ο δήθεν της καλής τάξεως, της πολύ μπερδεμένης αυτής καλής τάξεως, να, όσοι συχνάζουν στην πλατεία Κολωνακίου, όλοι αυτοί οι αντιπαθέστατοι τύποι. Αυτό μου έκανε ο κινηματογράφος.

Θυσίασα τη ζωή μου, την εφηβεία μου, την ελευθερία μου. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να δουλέψω πολύ για ν’ αρέσω στον κόσμο. Δεν έκανα πράγματα που θα ήθελα ή που θα έπρεπε να κάνω, για να μην δυσαρεστήσω τον κόσμο. Όπως, παραδείγματος χάρη, ότι δεν διέλυσα το γάμο μου την ώρα που έπρεπε.

Μία πίκρα μου έχει μείνει από τότε. Δεν άρεσε ούτε σε εμένα, αλλά ούτε και στον Δημήτρη να χωρίσουμε. Αλλά δεν μπορούσαμε να μείνουμε και μαζί. Τον ενοχλούσε τον Δημήτρη μία προβολή μεγαλύτερη που γινόταν σε εμένα, που όμως δεν την επιζητούσα. Δεν την αποζητούσα. Γινόταν. Κάτι τον ενοχλούσε. Πίστευα και το πιστεύω ακόμα πώς ο μέγιστος ηθοποιός που έχει βγάλει αυτή η γενιά είναι ο Δημήτρης. Και δεν είχε κανέναν λόγο να τον εκνευρίζει ότι η γυναίκα του είχε μεγαλύτερη προβολή. Κάποτε παίχτηκε ένα παιχνίδι και στις 20 Ιουλίου του 1974, ημέρα των γενεθλίων μου, πήρα τον μικρό μου γιο, έφυγα από το σπίτι στη Στησιχόρου, πήγα στη μάνα μου για ένα μεγάλο διάστημα, γίνεται και η μεταπολίτευση και περνάει το πράγμα λίγο σβηστά. Μου είχε στοιχίσει πάρα πολύ. Και είναι κάτι που δεν έχω ξεπεράσει ποτέ και νομίζω πώς ούτε και ο Δημήτρης έχει ξεπεράσει αυτό το διαζύγιο.

Τους αγαπάω, τους λατρεύω τους άνδρες. Κι είπα κάποτε πως ο άνδρας της ζωής μου είμαι εγώ, γιατί δεν στηρίχτηκα ποτέ στις πλάτες κανενός άνδρα. Δεν ακολούθησα το όνειρο της μάνας μου: Να πάρω έναν πάμπλουτο άνδρα -ένας εφοπλιστής θα ‘τανε το καλύτερό της- για να λυθούν έτσι και τα προβλήματα όλων μας, όλης της οικογένειας. Η μάνα μου αντιμετώπιζε δύσκολα στη ζωή. ‘Ήταν από πολύ μεγάλη οικογένεια. Αρχόντισσα. Κουμουνδούραινα. Του Αλέξανδρου του Κουμουνδούρου εγγονή. Από μεγάλο όνομα, από μεγάλα μεγαλεία. Και παντρεύτηκε έναν δικηγόρο από τη Μάνη, τον πατέρα μου. Έναν άνθρωπο που όσοι τον γνώρισαν μου έλεγαν: «Εκείνος άμα ζούσε! Τι Θα ‘χε κάνει». Γιατί αυτός ήξερε να χαμογελάει, λένε. Ο Μίκης ο Θεοδωράκης μου ‘χει μιλήσει πολύ για τον πατέρα μου. Μπορεί, άμα είχα τη δικιά του αγκαλιά, την αγκαλιά του πατέρα, να μην είχα την ανάγκη να γίνω ηθοποιός, να κάνω όσα κάνω. Ίσως να ‘χα ζήσει τελείως αλλιώς, και να ‘χα πάρει και τον εφοπλιστή. Και να ‘χα ζήσει κι εγώ καλά, κι εσείς καλύτερα.

Αποσπάσματα από συνεντεύξεις της στην Όλγα Μπακομάρου για το περιοδικό Γυναίκα, στον Σωτήρη Κακίση για το Status και στον Νίκο Χατζηνικολάου για το Ενώπιος Ενωπίω.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v