«Η νίκη δεν ήταν δική μου. Εγώ απλώς έτυχε να τραγουδήσω τραγούδια»

«Δεν μου χρωστάει τίποτα, ούτε το ελαφρό τραγούδι ούτε η Ελλάδα. Εγώ τους χρωστάω τα πάντα». Μια μέρα σαν κι αυτή, φεύγει από τη ζωή η τραγουδίστρια της νίκης, η Σοφία Βέμπο.

«Η νίκη δεν ήταν δική μου. Εγώ απλώς έτυχε να τραγουδήσω τραγούδια»

Σ΄ εκείνον τον πόλεμο, όλοι έδωσαν τη ζωή τους, τα μάτια τους, τα πόδια τους, τα χέρια τους, την υγειά τους. Εγώ τι έδωσα; Την φωνή μου που, καλή ή κακή, την έχω ακόμα ακέραιη και ζωντανή. Δεν μου χρωστάει λοιπόν τίποτα ούτε το ελαφρό τραγούδι ούτε η Ελλάδα. Εγώ τους χρωστάω τα πάντα γιατί αυτά με κάνανε Βέμπο.

Είχαμε φτιάξει μια ομάδα Βέμπο – Τραϊφόρου (είμαστε ερωτευμένοι τότε με το Μίμη, όπως είμαστε άλλωστε ακόμη) και ψυχαγωγούσαμε τις ένοπλες δυνάμεις που είχαν καταφύγει στη Μέση Ανατολή κάνοντας εκεί πόλεμο. Είμαστε δίπλα στα χαρακώματα. Το πρωί μαγείρευα να φάμε και το σούρουπο που σώπαινε ο πόλεμος, πηγαίναμε στον καταυλισμό και απαλύναμε τον πόνο του στρατιώτη. Δεν ξέρετε τι δύναμη παίρνανε από αυτή την ψυχαγωγία. Την επομένη τους έβλεπες και πολεμούσαν σαν λιοντάρια. Και τι ικανοποίηση για εμάς! Πετύχαινε η αποστολή μας, καταλαβαίνετε… Έβλεπες να μου ζητάει ένα παλικάρι σαν τελευταία επιθυμία να τραγουδήσω στο ξεψύχισμά του το ‘Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά’ κι άφηνε χαμογελαστό το κορμί του.

Τι να πρωτοθυμηθείς; Δράση και μεγαλοψυχία ενός αιώνος κλεισμένη μέσα σε λίγα χρόνια στα χρόνια του 1943 και λίγο μετά. Ενα βιβλίο ολόκληρο θα μπορούσε να γράψει κανείς γι αυτά τα χρόνια. Είμασταν ανιδιοτελείς και τίμιοι. Αγωνιζόμασταν για την πατρίδα και όχι για τα πλούτη και τη δόξα. Υπερηφανεύομαι όταν σκέφτομαι, ότι ποτέ δεν γράφτηκα στον προϋπολογισμό της Μέσης Ανατολής τη στιγμή που άλλες εισέπρατταν άνω των 23 λιρών. Είμασταν πάντως ευτυχείς γιατί πράξαμε το χρέος μας προς την πατρίδα.

Η νίκη δεν ήταν δική μου. «Στα κομμένα σου τα πόδια το παλικάρι», όπως λέει ο Γιώργος Φτέρης στο ποίημά του, που είναι αφιερωμένο σε όλα τα παιδιά του Αλβανικού πολέμου. Εγώ απλώς έτυχε να τραγουδήσω τραγούδια που τύχανε με τις νίκες και τις δόξες της Αλβανίας. Αυτό είναι όλο. Ο συγχωρεμένος Αχχιλέας Μαμάκης πίστεψε -όπως όλοι πιστεύανε- πως έπρεπε να είμαι η τραγουδίστρια της νίκης. Και με βάφτισε. Δεν ξέρω αν το αξίζω, αλλά είμαι περήφανη και το χαίρομαι.

Με ενδιαφέρει ο λαός που έρχεται στο θέατρο μου, ο πλούσιος κι ο φτωχός. Οι κυβερνήτες μας δεν με ενδιαφέρουν. Άλλωστε αλλάζουν κάθε τετραετία.

Ποτέ δεν γυρίζω πίσω και ποτέ δεν ζήλεψα τα νιάτα, τη δόξα και την ομορφιά εκείνων των χρόνων, γιατί και τώρα ζω με την ίδια ένταση τη ζωή της νοικοκυράς που ξέρει να πολεμάει μέσα στην οικογένεια, όπως πολεμούσε και έξω από αυτήν για την κατάκτηση της τέχνης.

Εγώ δε φοβήθηκα τον Ντούτσε, δε φοβήθηκα τον Χίτλερ. Είναι δυνατόν τώρα να φοβηθώ εσάς; Είναι ποτέ δυνατόν να φοβηθώ τους δικούς μου;
[Τα λόγια της στον επικεφαλής της Ασφάλειας, που χτύπησε την πόρτα της όταν η Βέμπο φυγάδευσε στο διαμέρισμά της φοιτητές του Πολυτεχνείου, κατά τη διάρκεια της εξέγερσης]

Αποσπάσματα από συνεντεύξεις της στη Νινέττα Κοντράρου - Ρασσιά το 1973, στον Τάσο Κουτσοθανάση για το περιοδικό Πρώτο το 1966, και το βιβλίο του ίδιου «Οι χρυσές δεκαετίες του ελληνικού τραγουδιού» εκδόσεις Δρόμων.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v