«Δεν γράφεται το συναίσθημα του καλλιτέχνη στο χαρτί»

«Η μουσική, παιδί μου, είναι χιλιόμετρα. Μην ακούς αυτούς που βάζουν κουκκίδες στο χαρτί, ή τους άλλους που τις διαβάζουν». Μια μέρα σαν κι αυτή, γεννήθηκε ο Ψαραντώνης.

«Δεν γράφεται το συναίσθημα του καλλιτέχνη στο χαρτί»

Η φύση, παιδί μου, είναι ο Θεός μας. Ο παλμός, ο ρυθμός της, τα στολίζει όλα. Χωρίς παλμό και ρυθμό δεν υπάρχει μουσική. Ούτε δέντρο υπάρχει χωρίς την εργασία της φύσης. Παλμός κανονικός. Αυτό είναι η μουσική. Το κύμα, ο αέρας. Άμα δεν υπάρχει παλμός, δεν υπάρχει ούτε θάλασσα ούτε τίποτα. Όλα γίνονται με τον παλμό.

Όταν ήταν στο δημοτικό σχολειό [ο Νίκος Ξυλούρης] ήθελε λύρα και του πήρε ο πατέρας μου. Εγώ ήμουν πέντε χρονών. Σιγά-σιγά, ακούγοντας τους άλλους, τους μεγαλύτερους, μαθαίναμε κι εμείς. Κάποια στιγμή έπιασα τη λύρα του κι έπαιξα έναν σκοπό. Ήρθε ο Νίκος από πάνω, στο δωμάτιο, αλλά δεν με ενόχλησε. Στάθηκε πίσω από την πόρτα και με άκουγε. Κάποια στιγμή την άνοιξε σιγά-σιγά, εγώ πήγα ν' αφήσω τη λύρα στο κρεβάτι και ρώτησε "τι είναι αυτό που παίζεις; Ωραίο ήχο βγάνει". Έπειτα μου είπε: "Εδώ στο κρεβάτι θα κάθεσαι άμα πιάνεις τη λύρα, να μη μου κάνεις και ζημιά. Γιατί βγάζεις καλό ήχο".

Δεν ξεχνιέται ο Νίκος. Λείπει σε όλη την Ελλάδα. Δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο σωστός και ωραίος ήτανε. Αστείος, καλή παρέα. Αφού τον έλεγε η Καρέζη "αρχάγγελο". Ήταν και αρχάγγελος, δεν ήταν;

Στ' Ανώγεια έχουμε όλοι παρατσούκλια. Εμένα λέγαν τον παππού μου έτσι. Ήταν σε μια παρέα με 5-6 άτομα που πηγαίνανε και κλέβανε τους Τούρκους. Αυτός ήταν ο πιο γρήγορος. Κι άμα συναντούσαν Τούρκους, έφευγε λέει σαν βολίδα και τους έπιανε όλους, από τον πρώτο ως τον τελευταίο, «σαν τα ψάρια». Έτσι του βγήκε το Ψαρότουρκος κι από κει το Ψαραντώνης. Μετά κόλλησε σ' όλη την οικογένεια: ο Ψαρονίκος, ο Ψαρογιώργης.

[Ο Nick Cave] μας κάλεσε ο ίδιος στα φεστιβάλ που διοργανώνει. Μας έχει καλέσει πολλές φορές. Παίζουμε μαζί τους, παίζουν κι αυτοί ωραία, όμορφα. Και μετά μου λένε να πάμε στα δωμάτια τους να συνεχίσουμε. Να βάλουμε την λύρα, όπως παίζουν αυτοί, να κάνει συζήτηση με τα δικά τους όργανα. Και φιλούν την λύρα μετά, τρελαμένοι, και λένε «του Θεού το όργανο».

Στην Ιταλία πήγαμε και παίζαμε με τον Kαποσσέλα. Πριν δυό χρόνια, με βάλαν στην Κατάνια, στο αρχαίο Ελληνικό θέατρο. Με είχαν βάλει οι Ιταλοί στο πρόγραμμα, και δεν μου το ‘χανε πει. Με παίρνουν πριν τρείς μέρες και μου λένε οι Ιταλιάνοι πως παίζεις στο αρχαίο ελληνικό θέατρο της Κατάνια, μόνος. Ε, μα γιατί δεν μου το ‘χατε πει μωρέ; Τώρα, λέει, στο λέμε, κι έλα… Και πήγαμε… Είναι ένα αρχαίο θέατρο πιο μεγάλο από το Ηρώδειο. Πολύ ωραίο, που πίσω από τον πάτο έτρεχε και τσουτσούριζε το νερό. Πάω λοιπόν και έμπαινε ο κόσμος και το γέμισε. Είπα, «τώρα Αντώνη τι κάνεις»; Έφτιασα, κούρδισα το λυράκι, τη λύρα, τον τζουρά μου, και λέω βγαίνω κι ότι γίνει. Κάθισα κι άκουγα το νερό που τσουτσούριζε πίσω και αυτοσχεδίαζα πάνω. Να μη τα πολυλέμε, όταν έφτασε το διάλειμμα, ήρθαν οι υπεύθυνοι του φεστιβάλ στα καμαρίνια κι έκαναν σαν τα παιδιά από τη χαρά τους. Κι έρχεται ο Καποσσέλα και λέει, «ο Ψαραντώνης πρέπει να παίζει εδώ, δεν κάνει κανένας άλλος γι’ αυτό το μέρος». Ωραία πράγματα.

Άκου, εγώ δεν παίζω ένα κομμάτι το ίδιο ποτέ. Αμέσως μετά να το ξαναπαίξω δε θα' ναι το ίδιο. Αλλιώς το στολίζεις τη μια, αλλιώς την άλλη. Το κεντάς, το προχωράς, το πας μακριά. Η μουσική, παιδί μου, είναι χιλιόμετρα. Μην ακούς αυτούς που βάζουν κουκκίδες στο χαρτί ή τους άλλους που τις διαβάζουν. Δε γράφεται το συναίσθημα του καλλιτέχνη στο χαρτί. Ούτε πουλιέται ούτε αγοράζεται. Η μουσική είναι χαρακτήρας. Μπορούν όλα τα χαρτιά και όλες οι κουκκίδες να μου κάνουν έναν Νίκο [Ξυλούρη]; Οι νότες είναι αυτό που λέει ο Καραγκιόζης: «Ντο ρε μι φασολάδα!». Πιτσιρικάκι το 'δα αυτό και γέλασα πιο πολύ παρά ποτέ μου.

Στην αρχή [η λύρα] ήταν σε όστρακο χελώνας. Σκέτη… Δεν υπήρχε δοξάρι στην αρχή… Ήτωνε τότε ένας αρχαίος λυράρης βοσκός στο Ιδαίον Άντρον. Και κρατούσε μια προβιά από τράγο, αίγα, δίπλα στην λύρα του. Κι έτσι όπως έκανε να κουνήσει την προβιά, οι τρίχες έπαιξαν την λύρα. Και το άκουσε, κι ανασηκώθηκε. Έφτιαξε μετά ένα δοξάρι που του πέρασε τρίχες τράγου. Κι έπαιζε με αυτό την λύρα, και γύριζε όλη την Κρήτη. Έτσι βγήκε μετά το παραμύθι που λέει: Εκατέβαινε ένας άνδρας από τον Ψηλορείτη. Φτάνει στον κάμπο που βόσκαν τα πρόβατα. Και τον εθωρεί ο Κατόπερος ο λυράρης, ο αρχαίος. Και του λέει, «ε, που πας; Κουρασμένος μου φαίνεσαι. Κάτσε». Ο διαβάτης ήταν ο Δίας. Και λέει του λυράρη: «Ο δρόμος που έχω μπροστά μου είναι μεγάλος». Λέει του αυτός, «έμπα εδώ στο μητάτο να σου δώσω κάτι να φας και να πιείς, και θα συνεχίσεις τον δρόμο σου». Μπήκε ο Δίας και κάθισε. Του δώσε ο Κατόπερος να φάει και να πιεί. Κι ήπιασε την λύρα του και άρχιζε να παίζει. Αγαλλίασε ο Δίας από την μουσική. Του φύγε από πάνω όλη η κούραση και πήρε δύναμη πολύ. Σηκώθηκε, έκανε έτσι κι ήφιαξε ένα δοξάρι χρυσό. Το δώσε στον λυράρη κι αυτός όταν το ακούμπαγε στη λύρα έβγαινε ήχος άλλο πράμα! Κι ήπεζε κι ακουγόταν μακριά. Κι έτσι τον ευχαρίστησε ο Δίας για τη φιλοξενία, κι έφυγε και πήρε τον δρόμο του, που ήταν μακρύς ακόμα.

Πώς να σας το πω ρε παιδιά; Εμείς οι άνθρωποι δεν έχουμε τίποτα, η φύση τα έχει όλα. Αυτή είναι ο Θεός. Αυτή σε γεννάει, σε τρώει, σε τιμωρεί. Αυτή μας δίνει και τη μουσική. Εγώ στέκομαι απέναντι απ' τον Ψηλορείτη με τις ώρες. Κι έχω βγάλει αυτό που λέει: «Στου Ψηλορείτη την κορφή/ το χιόνι δεν τελειώνει/ μέχρι να λιώσει το παλιό/ καινούριο το πλακώνει». Τον κοίταζα κι αυτός μου ‘λεγε τη μουσική.

Αποσπάσματα από συνεντεύξεις του στο περιοδικό Schooligans, στον Γιάννη Παναγιωτακόπουλο για το Άβαλον και στον Βασίλη Καψάσκη για τη Lifo

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v