«Είναι οι εποχές που κάνουν τα μεγάλα πράγματα, και όχι οι δημιουργοί»
«Εγώ είμαι ένας από την παρέα, που τραγουδάει για την παρέα». Μια μέρα σαν κι αυτή, έφυγε από τη ζωή ο Λουκιανός Κηλαηδόνης.
![«Είναι οι εποχές που κάνουν τα μεγάλα πράγματα, και όχι οι δημιουργοί»](https://www.in2life.gr/media/articles/photos/main/2009204-loukianos.jpg)
«Εγώ είμαι ένας από την παρέα, που τραγουδάει για την παρέα». Μια μέρα σαν κι αυτή, έφυγε από τη ζωή ο Λουκιανός Κηλαηδόνης.
Μόνο στο Γυμνάσιο άλλαξα τέσσερα [σχολεία]. Διαρκώς με έδιωχναν. Μακριά μαλλιά, σκασιαρχείο, τέτοια. Ανεκτικοί οι γονείς μου, τσακώνονταν κι εκείνοι με τους γυμνασιάρχες. Στο τέλος βέβαια βαρέθηκαν, οπότε με βάλαν στου Τοιχόπουλου. Ενα χαλαρό ιδιωτικό, που λειτουργούσε με τη λογική «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο» κι έτσι πήρα το απολυτήριο και μείναμε όλοι ευχαριστημένοι.
Η μάνα μου είχε μια φίλη που έπαιζε πιάνο και αποφάσισε να μας στείλει με τον αδερφό μου να μάθουμε. Επειδή όμως τσακωνόμασταν ποιος θα παίξει πρώτος, η δασκάλα αποφάσισε να κρατήσει μόνον τον έναν και ο κλήρος έπεσε σε μένα. Στην αρχή -πέντε χρονών ήμουν- έπληττα αφόρητα. Η μουσική αποκτά μια γοητεία όταν αρχίζεις αργότερα να συνειδητοποιείς ότι γίνεσαι το επίκεντρο στην παρέα χάρη σ' αυτήν. Αυτό όμως αργεί δυστυχώς, διότι τα πρώτα που μαθαίνεις στο ωδείο είναι αφόρητα για όλους. Στα 14 όμως παράτησα και τη μουσική για να μάθω καλό μπιλιάρδο.
Στη μουσική βρέθηκα υπερασπιζόμενος ένα ψέμα. Μια απάτη. Είχα ένα μακρινό ξάδελφο, τον Άλκη από την Αίγυπτο, κι ένα καλοκαίρι που ήρθε, μας έπαιξε στο πιάνο ένα δικό του τραγούδι. Τανγκό ήταν. Όταν έφυγε, πήγα στη γειτονιά και τους είπα δήθεν ότι θα σας παίξω ένα τραγούδι που έγραψα. Ενθουσιάστηκαν. Έκτοτε με έβαζαν κάθε τόσο να τους το ξαναπαίζω μέχρι που βαρέθηκαν και μου είπα: «Καλά, δε θα γράψεις τίποτε άλλο;». Οπότε για να υπερασπιστώ την ντροπή μου, άρχισα να γράφω. Το πρώτο τραγούδι «μου», όμως, είναι το «κλεμμένο του Άλκη».
Ο πατέρας μου ήτανε το ’45, ’46, κρατούμενος στη Μακρόνησο στην ίδια σκηνή με το Μίκη… Το όνομα Κηλαηδόνης ήτανε γνωστό στο Μίκη, όταν βγήκα εγώ με τα «Μικροαστικά». Ήτανε στη Γαλλία και του πήγε ο Λαμπρόπουλος το δίσκο λέγοντάς του «έχουμε έναν καινούργιο εδώ» και μου ‘στειλε μια κάρτα. Την έχω. Και μου λέει «δεν ξέρεις πόσο χάρηκα, φαντάζομαι ότι είσαι ο γιος του Τάκη, προχώρα και θα σε παρακολουθώ». Και έκτοτε έχουμε πολύ καλή σχέση με το Μίκη. Έχω τραγουδήσει για τα γενέθλιά του, σε εκπομπές που πάω, δηλαδή είναι σαν δικός μου άνθρωπος. Μικρασιάτης, η μάνα του είναι κι αυτή από τον Τσεσμέ.
Εγώ ήμουν πάντα στην Αριστερά και εξακολουθώ να είμαι. Δεν είχα ποτέ ενεργό δράση στην πολιτική, απλά μια συναισθηματική σχέση την οποία είχα και εξακολουθώ να έχω. Μάλιστα αρκετά από τα τραγούδια μου έχουν και κοινωνικά και πολιτικά στοιχεία. Παρακολουθώ, με ενδιαφέρει. Την εποχή που έπρεπε έκανα τέτοιες ολοκληρωμένες δουλειές πολιτικοκοινωνικές.
Αυτό που έμεινε από το πάρτι [στη Βουλιαγμένη] ήταν το πόσο πολύς κόσμος ήταν εκεί. Χαμός έγινε! Ήταν και πολύ ωραία βραδιά και βέβαια βοήθησε ότι έγινε το ’83 που μόλις πριν από δύο χρόνια είχε βγει το ΠΑΣΟΚ και ο κόσμος είχε μια αισιοδοξία ότι όλα θα πάνε καλύτερα. Ήταν γενικά σε καλή διάθεση ο κόσμος. Μου είπαν φέτος να το ξανακάνω επετειακά και ακόμα το σκέφτομαι. Δεν θα μπορούσε ποτέ να ξαναγίνει αυτό που έγινε γιατί βοήθησε ο περίγυρος. Δεν ήταν δηλαδή μόνο η ιδέα. Αυτήν η ιδέα σήμερα δεν ξέρω αν απηχεί, μπορεί και να απηχεί για τους νέους. Να έχουν μια περιέργεια πώς ήταν. Κάποιοι άλλοι που ήτανε στο πάρτι μου λένε: «Μην το ξανακάνεις! Δεν ξαναγίνεται αυτό που έγινε εκείνο το βράδυ». Η λέξη «πάρτι» τότε ήταν ξεχασμένη. Τα πάρτι υπήρχαν μέχρι το ‘60 περίπου, μετά σταμάτησαν. Η μουσική εκεί που ήταν ένα κοινωνικό φαινόμενο έγινε μουσική για μοναχικούς ακροατές. Άλλαξε. Εκείνο το βράδυ περίμενα κόσμο όσο χωράει ο Λυκαβηττός. Όμως ο κόσμος απ’ ό,τι φάνηκε το είχε ανάγκη. Το χαρακτηριστικό ήταν ότι, όταν άρχισε η προπώληση πριν μία εβδομάδα, τα εισιτήρια αγοράζονταν είκοσι πέντε μαζί. Κινητοποιήθηκαν γειτονιές, παρέες.
Ενόχλησε τα κόμματα αυτή η ιστορία, η μεγάλη προσέλευση του κόσμου εννοώ. Το ΚΚΕ ενοχλήθηκε πολύ. Ποιος είναι αυτός που κατεβαίνει χωρίς μηχανισμό και έχει τόσο κόσμο. Πολλές κριτικές γράφτηκαν, ότι διαφθείρω τη νεολαία, τη σπρώχνω στα ναρκωτικά κ.τ.λ. Η Βουλιαγμένη ήταν αθώα. Μπήκε ο κόσμος, κολύμπησε με τα ρούχα. Πού τα είδαν τα ναρκωτικά δεν ξέρω… Τρόμαξαν λοιπόν τα κόμματα, διότι ήταν αυτό το αυθόρμητο του κόσμου, το μη κατευθυνόμενο από αυτούς. Πάντως είναι οι εποχές που κάνουν τα μεγάλα πράγματα και όχι οι δημιουργοί. Η δεκαετία του ‘60 ήταν μια κοσμογονική δεκαετία για τον πλανήτη. Ήταν η εποχή που χρειαζόταν να βρει τους εκφραστές της και τους βρήκε.
Βέβαια και ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης, μετά το πάρτι μου στη Βουλιαγμένη, πήγαν κι έκαναν συναυλία ση λίμνη της Βουλιαγμένης. Δεν πήρε δημοσιότητα, αλλά έχει γίνει αυτό το πράγμα. Όπως τρόμαξε το ΚΚΕ, τρόμαξαν κι αυτοί. Σκέφτηκαν «ποιος είναι αυτός ο μπάσταρδος που μαζεύει 80.000 κόσμο στη Βουλιαγμένη;». Εν πάσει περιπτώσει, τον Χατζιδάκι τον θεωρώ μέσα στους πέντε καλύτερους συνθέτες του αιώνα που πέρασε απ’ αυτούς που έγραψαν τραγούδια.
Για την Αθήνα και την Κυψέλη θα σκοτωνόμουν ευχαρίστως, φορώντας μάλιστα και ένα άσπρο πουκάμισο. Τι να σκοτωθώ, για την Αιτωλοακαρνανία; Είμαι και αγεωγράφητος, δε μου λέει τίποτα.
Ήμουνα πάντα εναντίον του διδακτικού, στρατευμένου τραγουδιού που έχουν κάνει άλλοι, από τον Θεοδωράκη μέχρι κάποιους επίγονούς του, οι οποίοι δεν άξιζαν και πολλά. Εγώ είμαι ένας από την παρέα, που τραγουδάει για την παρέα. Λέω ας πούμε, «κάπου την έχουμε πατήσει», δε λέω «την έχετε πατήσει». Έτσι έγραψα και τον «Ύμνο των μαύρων σκυλιών», δηλαδή το «Στα κορίτσια λέμε ναι»: Μια φίλη μου φιλόλογος, μου είπε πες κάτι για τα ναρκωτικά με τον τρόπο που θα το έλεγες εσύ, γιατί τα παιδιά σ’ ακούνε. Όλα αυτά που έβαλα μέσα, τις «μπανάνες» και τις «κουκλάρες», τα έβαλα για να πω «όχι στην ηρωίνη», «όχι στην κοκαΐνη».
Αποσπάσματα από συνεντεύξεις του στην Popaganda, και στα περιοδικά View της Καθημερινής, Βαβέλ και Η Πατησίων Ζει.