Όταν οι παραστάσεις δείχνουν τον δρόμο
Μια παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά δείχνει πώς μπορούμε να μιλήσουμε για την (πρόσφατη) Ιστορία και ο κόσμος να καταλαβαίνει τι λέμε.
Πόσο εύκολο είναι άραγε να μεταβληθεί σε Ιστορία το πρόσφατο παρελθόν και -για να έχουμε καλό ρώτημα- τι θα πει «γίνεται Ιστορία»;
Παρακολούθησα πρόσφατα την πολύ ενδιαφέρουσα παράταση «Atlas της δεκαετίας του 2000» στο Δημοτικό θέατρο Πειραιά. Μέσα από τη μορφή του ριάλιτυ παιχνιδιού τέσσερις παίκτες προσπαθούν να ανασυνθέσουν την δεκαετία του 2000 με σύντομες μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν ως ενήλικες την πρώτη δεκαετία του αιώνα. Οι μικρές αυτές διηγήσεις αντιμετωπίζονται από τον θεατή σαν θραύσματα Ιστορίας που φιλοδοξούν να δώσουν μια μυρωδιά εκείνου του παρελθόντος.
Ήταν η δεκαετία των Ολυμπιακών Αγώνων, του Γρηγορόπουλου, της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, της εισόδου στα μνημόνια. Τόσο μακρινά και τόσο κοντινά που αποκλείεται, λες, να ανήκουν στην Ιστορία. Υπήρχε, υποτίθεται, παλιότερα το χρονικό όριο των 50 χρόνων (δύο γενεών) μετά την παρέλευση των οποίων η ιστορικοποίηση μιας περιόδου μπορούσε να είναι «αξιόπιστη». Δηλαδή «αντικειμενική».
Αφενός όμως λόγω της εξέλιξης της θεωρίας της Ιστορίας και την παραδοχή ότι «αντικειμενικότητα» δεν μπορεί να υπάρξει, και αφετέρου λόγω της πύκνωσης της πληροφορίας και της ανάλυσης που κυκλοφορεί και απορροφάται σχετικά με πράγματα που συνέβησαν μόλις χθες, οι χρόνοι αυτοί έχουν συντομευθεί κατά πολύ.
Δεν είναι όμως για την «αντικειμενικότητα» που ήταν-είναι απαραίτητη η παρέλευση του χρόνου ή η εκπόνηση πληθώρας θεωρήσεων, αλλά για την κατασκευή ενός πλαισίου. Ενός πλαισίου που θα φιλοξενήσει το γεγονός το οποίο θέλουμε να εντάξουμε στην Ιστορία και θα μας επιτρέψει να επιχειρήσουμε μια ερμηνεία του με τα νοηματικά χαρακτηριστικά αυτού του πλαισίου. Με τις διαφορετικές απόψεις θα μπορέσουμε ίσως να καταλήξουμε στο τι αλλάζει με το γεγονός ή τα γεγονότα ή τι συνεχίζεται· αυτό που οι ιστορικοί αποκαλούν «τομές» και «συνέχειες».
Τα ποπ έργα τέχνης όπως ο «Άτλας της δεκαετίας του 2000» δεν είναι κατάλληλα για να ιστορικοποιήσουν ούτε μια δεκαετία ούτε τα γεγονότα που συνέβησαν εντός της, θα έλεγε κάποιος. Προσφέρουν περισσότερο αναψυχή μέσω των αναμνήσεων και της επίσκεψης σε αυτές, και λιγότερο ένα επιστημονικά ιστορικό ερέθισμα για σκέψη- και πώς αλλιώς, αφού πρόκειται για παράσταση και όχι για δοκιμιακό κείμενο;
Το κέρδος της παράστασης όμως είναι ακριβώς αυτό: δείχνει πως μπορεί να μετατραπεί σε μη επιστημονική Ιστορία το παρελθόν. Ναι, με «ελλείψεις» ως προς την μεθοδολογία της επιστήμης, αλλά και με αμεσότητα και συναίσθημα που θα ζήλευαν όλοι οι Έλληνες ιστορικοί και πάρα πολλοί ξένοι. Γιατί η εκλαϊκευση της επιστήμης δεν είναι αμάρτημα, είναι πρόοδος.