Εμένα πας να κοροϊδέψεις, ρε;

Δυσκολεύομαι να ξεπεράσω το κάζο που έπαθα το προηγούμενο Σάββατο, όταν, θεωρώντας ότι "έπιασα την καλή", αγόρασα από τζάνκι στην Ευριπίδου κινητό τηλέφωνο. Τι νομίζουν; Ότι θα πιάσουν κορόιδο τον Ιοβόλο; Χα!, σκέφτηκα και ευχήθηκα το 50άρικο που πλήρωσα να ήταν πλαστό.
Θα έχετε σίγουρα προσέξει πόσο θλιβερή απόπειρα παρηγοριάς στον ατζαμή είναι το «γούρι, γούρι!» που λέγεται μετά από ένα σπάσιμο πιάτου, ποτηριού ή άλλου εύθραυστου. Κάτι αντίστοιχο νομίζω ότι ισχύει και με το «έξυπνο πουλί» που «από τη μύτη πιάνεται», αν και εδώ η σύνδεση είναι πιο λεπτή.

Αυτό τουλάχιστον αρέσκομαι να πιστεύω μετά το κάζο που προ λίγων ημερών έπαθα, ώστε να αμβλύνεται η αυτοκριτική μου διάθεση που δεν μπορώ να την υποφέρω επί μακρόν.

Εξηγούμαι: Το Σάββατο το πρωί ο Ιοβόλος αποφάσισε να βγάλει βόλτα τον καταναλωτισμό του. Τον έκρυψε επιμελώς πίσω από τις «ανάγκες του σπιτιού», τον χτένισε, και τον πήγε στην Αθηνάς- διότι είμεθα και λαϊκοί τύποι.

Αφού τα ψώνια είχαν ολοκληρωθεί, μπήκα στο αυτοκίνητο και πήρα την άγουσα. Στο φανάρι της Ευριπίδου με την Αθηνάς σκύβει στο παράθυρό μου ένα φαφούτικο τζάνκι γύρω στα 50 και με νόημα μου πλασάρει κινητό τηλέφωνο του συρμού, που- καμιά φορά- χρησιμεύει και σαν «διαπιστευτήριο».

«Κοίτα, είναι με τις ζελατίνες» μου λέει. Χαμογελάω ευγενικά, σχεδόν περιφρονητικά και προχωράω για λίγα μέτρα έως ότου με ξαναπιάσει κόκκινο. Πλησιάζει ξανά: «Ελα, σου λέω», μου λέει.

Και τότε, ο τιμητής των πάντων Ιοβόλος, αυτός που κατακεραύνωνε όσους δόλιους πίστεψαν ότι μπορούν να βγάλουν δυό δεκάρες από τα emails “της Microsoft”, τσάκισε:

«Πόσο;», ρώτησα κοφτά και βλοσυρά, υιοθετώντας- κατά τη γνώμη μου- τη γλώσσα της πιάτσας.

«Δώσε 200 και πάρτο»

«Αποκλείεται. 50 έχω μόνο» (χε, χε σκέφτηκα. Τώρα τον στρίμωξα)

Έδειξε προβληματισμένος. «Δώσε κάτι παραπάνω ρε φιλαράκι, δεν έχω να φάω», μουρμούρισε παραπονιάρικα.

«50 έχω. Άμα θέλεις», απάντησα με αυξανόμενη αυτοπεποίθηση για το deal. Σε αυτούς τους τύπους δεν πρέπει να αφήνεις περιθώριο, είπα από μέσα μου.

Μουγγά και εκνευρισμένα πέταξε το τηλέφωνο στα πόδια μου πήρε το 50άρικο και έφυγε «τσαντισμένος».

Στο επόμενο φανάρι ασχολήθηκα με την αγορά μου. Ω, τι έκπληξις! Ήταν αυτό που λέει ο λαός «Αγιοβασιλιάτικο». Με ζελατίνες, βέβαια. Όλα κι όλα!- Οι ζελατίνες μπορεί και να κόστιζαν παραπάνω από το τηλέφωνο.

Τις επόμενες δύο ώρες επιδόθηκα σε απηνή (;) κριτική για το ποιόν μου και για τις απωθημένες μέσα μου κοτοπόνηρες τάσεις. Μάταιος κόπος. Τελικά αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω μια δόση αυτοσαρκασμού για να αισθανθώ καλύτερα

Αυτά ιδιωτικά. Δημόσια χρησιμοποιώ αυτό το post που παίζει το ρόλο της εν δήμω αυτοκριτικής. Αυτής που κατά τις οργανωτικές κομμουνιστικές συνήθειες, φέρνει την ιδεολογική κάθαρση. Το post όμως αυτό εξυπηρετεί και κάτι ακόμα: Να μπορώ να ξανακάνω πλάκα στους εύπιστους της Microsoft χωρίς τύψεις ότι αποκρύπτω τα δικά μου χαΐρια.

Στο κάτω- κάτω εκείνοι έχουν όλο το χρόνο να σκεφτούν ενώ εγώ έπρεπε να αποφασίσω σε ένα φανάρι.

Άσε που αν ήταν αληθινό θα ήταν και γαμώ τις αγορές!
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v