Στίχοι της Μαρίας Πολυδούρη για να ερωτευτείς
«Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες στα περασμένα χρόνια». Μια μέρα σαν κι αυτή γεννήθηκε η Μαρία Πολυδούρη.
«Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες στα περασμένα χρόνια». Μια μέρα σαν κι αυτή γεννήθηκε η Μαρία Πολυδούρη.
Μόλις 28 χρόνια πρόλαβε να ζήσει η Μαρία Πολυδούρη, που γεννήθηκε μια Πρωταπριλιά στην Καλαμάτα και πέθανε στις 29 Απριλίου του 1930 στην Αθήνα. Χρόνια που ήταν αρκετά για να ζήσει μια θυελλώδη σχέση με τον επίσης αδικοχαμένο Κώστα Καρυωτάκη, και να ζήσει αιώνια μέσα από τα σπαραξικάρδια ποιήματα που μας άφησε παρακαταθήκη.
Κοντά σου
Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είνε η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
Ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.
Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κ’ αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.
Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι’ ανύποπτα περνά μέσ’ στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι’ όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν.
Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάει
είδα τη λυγερή σκιά μου ως όνειρο
να παίζει, να πονάει,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.
Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κι είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
– μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι' αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα,
γι' αυτό η ζωή μού εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες,
κι έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες.
Δε θα ξανάρθης πια
Δε θα ξανάρθης πια, να μου χαρίσης
απ’ την ωραία ζωή που σε φλογίζει
κάτι, ένα της λουλούδι; Σου γεμίζει
με τόσα την καρδιά και το κορμί.
Δε θάρθης πια, τα χέρια μου να σμίξης
τα παγωμένα, τα εχθρικά μου χέρια;
Πλάι στα δικά σου, μερωμένα ταίρια
δεν τα ζυγώνει πλέον η αφορμή.
Δε θάρθης! …Πώς αργά περνούν οι μέρες.
Κι’ όσο συ φεύγεις, τόσο με σιμώνει
η γνώριμή μου μοίρα. Τόσο μόνη,
τόσον καιρό με τον κρυφό καημό.
Δε σου περνάει, αλήθεια από τη σκέψη
ότι μπορεί σε μια στιγμή θλιμμένη,
στη μοίρα αυτή που πάντα με προσμένει
να πάω ξανά και δίχως γυρισμό;
Όνειρο
Άνθη μάζευα για σένα
στο βουνό που τριγυρνούσα.
Χίλια αγκάθια το καθένα
κι όπως τάσφιγγα πονούσα.
Να περάσης καρτερούσα
στο βορηά τον παγωμένο
και το δώρο μου κρατούσα
με λαχτάρα φυλαγμένο
στη θερμή την αγκαλιά μου.
Όλο κοίταζα στα μάκρη.
Η λαχτάρα στην καρδιά μου
και στα μάτια μου το δάκρι.
Μεσ’ στον πόθο μου δεν είδα
μαύρη ἡ Νύχτα να σιμώνη
κ’ έκλαψα χωρίς ελπίδα
που δε στάχα φέρει μόνη.
Η αγάπη του ποιητή
Μ' απάντησες στο δρόμο σου, Ποιητή.
Ήμουν το πρωτολούλουδο του Απρίλη.
Η δίψα της αγάπης που ζητεί
σου φλόγιζε τη σκέψη και τα χείλη.
Ήμουν το πρωτολούλουδο. Κλειστή
τότε η πηγή των στοχασμών μου, εμίλει
μόνο η καρδιά μου αθώα και λατρευτή,
όταν το πρώτο βλέμμα μου είχες στείλει.
Με τον καιρό, τον πόθο σου σ' εμέ
να φανερώσης σίμωσες. Ωιμέ,
είμασταν μια γενιάς παιδιά. Η καρδιά μας
Αγάπαε με το πάθος που ζητά
να πάρη, το αισθανθήκαμε φριχτά
και πήραμεν αλλούθε τη ματιά μας.