Στίχοι του Μίλτου Σαχτούρη για να κάνει κρακ η καρδιά σου
Μια μέρα σαν κι αυτή, έφυγε στα 85 του χρόνια ο Μίλτος Σαχτούρης. Θα ζει όμως για πάντα, μέσα από τους στίχους του.
Μια μέρα σαν κι αυτή, έφυγε στα 85 του χρόνια ο Μίλτος Σαχτούρης. Θα ζει όμως για πάντα, μέσα από τους στίχους του.
Γεννημένος στην Αθήνα το 1919, φίλος του Εγγονόπουλου και του Ελύτη, ποιητής όλη του τη ζωή, ο Μίλτος Σαχτούρης έγραψε για πρώτη φορά στίχους το 1941 –και από τότε δεν σταμάτησε ποτέ. Πολλά από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν κι έγιναν τραγούδια που μας συντροφεύουν μέχρι σήμερα, σε άλλα επιστρέφουμε ξανά και ξανά για την μελαγχολική ομορφιά και την ελπιδοφόρα σκοτεινιά (μοιάζει παράδοξο, δεν είναι) των στίχων του. Με αφορμή τα δεκαεννιά χρόνια από τον θάνατό του, που συμπληρώνονται σήμερα, συγκεντρώσαμε μερικά από τα πιο αγαπημένα μας ποιήματά του.
Η Αγρυπνία
Όλοι κοιμούνται
κι εγώ ξαγρυπνώ
περνώ σε χρυσή κλωστή
ασημένια φεγγάρια
και περιμένω να ξημερώσει
για να γεννηθεί
ένας νέος θεός
μες στην καρδιά μου
την παγωμένη
από άγρια φαντάσματα
και τόση μαύρη πίκρα.
Το χρυσάφι
Κάποτε
θα σταματήσουμε
σα μιά γαλάζια άμαξα
μέσ' στο χρυσάφι
δε θα μετρήσουμε τα μαύρα
άλογα
δε θά 'χουμε τίποτα ν' αθροίσουμε
δε θά 'χουμε πια τίποτα
για να μοιράσουμε
κρατώντας
ένα ξύλο
θα περάσουμε
μέσ' απ' τη μαύρη τρύπα
του ήλιου
που θα καίει
Κυριακή
Κύματα Κυριακής τα μάτια μου
κύματα μοναξιάς τα χέρια μου
τρίζουν από ύπνο αθώο
τα δόντια μέσα στην καρδιά μου
το πεθαμένο το παιδί
δεν ξενιτεύεται
πάει κρατώντας ένα
κόκκινο σκυλάκι
μέσα στο μαντίλι
τέρατα περπατούν
ανάποδα στα όνειρα
φυσάει ένας άγριος αέρας
πάνω απ' τις λεμονάδες
πετάει μιά νυχτερίδα
σαν πικραμένο ευαγγέλιο
μ' ένα μαύρο πανί
μία γυναίκα
σκεπάζει το φεγγάρι
Τα Γράμματα
Θα πάψω πια να γράφω ποιήματα
έριξες το χρυσό σου δαχτυλίδι μες στη
θάλασσα
στην αμμουδιά με το νεκρό κρανίο
κι όλα τα βουλιαγμένα καράβια βγήκαν
στον αφρό
κι ο καπετάνιος ζωντανός
κι οι ναύκληροι να χαμογελάνε
είπα θα πάψω πια να γράφω ποιήματα
και στο παράθυρο του σπιτιού μου του προγονικού
ο πατέρας μου και η μητέρα μου
κουνάνε τα μαντήλια τους και χαιρετάνε
τα ποιήματά μου όμως δεν μπόρεσαν να
τα διαβάσουν
έχουν ξεχάσει να διαβάζουν
λένε το κάπα άλφα και το δέλτα έψιλον
και συ μου είπες ψέματα
στον τόπο αυτό του κόκκινου γελαστού
κρανίου με ξεγέλασες
γι’ αυτό κι εγώ σε γέλασα
και με πιστέψατε
κατάρα με τις εφτά σκιές
πάντα θα γράφω ποιήματα
Οι εχθροί της άνοιξης
Έρχεται φέτος κουρασμένη
η Άνοιξη
(να) κουβαλάει τόσα χρόνια
τα λουλούδια πάνω της.
Σκοτεινοί άνθρωποι
στις γωνιές την παραμονεύουν
για να την τσακίσουν.
Αυτή όμως
με κρότο
ανάβει ένα-ένα
τα λουλούδια της
στα μάτια τους τα ρίχνει
(για) να τους στραβώσει.
Ο σταθμός
Μέσα στον ύπνο μου όλο βρέχει,
γεμίζει λάσπη τ' ονειρό μου
είναι ενα σκοτεινό τοπείο
και περιμένω ένα τραίνο.
Ο σταθμάρχης μαζεύει μαραγαρίτες
που φύτρωσαν πάνω στις ράγιες
γιατί έχει πολύν καιρό νάρθη
τραίνο σ' ετούτον το σταθμό
και ξάφνου πέρασαν τα χρόνια
κάθομαι πίσω απ' ένα τζάμι
μάκρυναν τα μαλλιά, τα γένεια σά νάμαι άρρωστος πολύ
κι όμως με παίρνει πάλι ο ύπνος
σιγά-σιγά έρχεται εκείνη
κρατάει στο χέρι ένα μαχαίρι
με προσοχή με πλησιάζει
το μπήγει στο δεξί μου μάτι!
Ο ελεγκτής
Ένας μπαξές γεμάτος αίμα
είν' ο ουρανός
και λίγο χιόνι
έσφιξα τα σκοινιά μου
πρέπει και πάλι να ελέγξω
τ' αστέρια
εγώ
κληρονόμος πουλιών
πρέπει
έστω και με σπασμένα φτερά
να πετάω.