Οι πιο ερωτικοί στίχοι του μεγάλου Οδυσσέα Ελύτη

Ο ποιητής του έρωτα, ένας από τους δύο νομπελίστες της Ελλάδας, έγραψε στίχους που εξακολουθούν να μας ζεσταίνουν την καρδιά.

Οι πιο ερωτικοί στίχοι του μεγάλου Οδυσσέα Ελύτη

Ακουστά σ' έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το «τί» και το «έ»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ.

[από το Μονόγραμμα]

Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα.

[από τη Δεύτερη Φύση]

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι τού καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων — Μα πού γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τούς γιαλούς τούς κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ᾿ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ᾿ όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.

Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.

[από τη Μαρίνα των Βράχων]

Παντού την είδα. Να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει στο κενό.
Ν’ ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου.
Να περπατάει στο δρόμο με φαρδιά παντελόνια και μια παλιά γκαμπαρντίνα.
Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών.
Πιο θλιμμένη τότε.
Και στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει τα νύχια της.
Καπνίζει αμέτρητα τσιγάρα.
Είναι χλωμή κι ωραία.
Μ’ αν της μιλάς ούτε που ακούει καθόλου.
Σαν να γίνεται κάτι αλλού που μόνο αυτή τ’ ακούει, και τρομάζει.
Κρατάει το χέρι σου σφιχτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι εκεί.
Δεν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα.

[από τη Μαρία Νεφέλη]

Σταμάτα μου την αστραπή
ν’ ανάψω ένα τσιγάρο
Και πες του σύννεφου να πει
πως θα ‘ρθω να σε πάρω

Την αγάπη μια τη λες
τη ντύνεσαι τη γδύνεσαι
Όσο που γίνονται πολλές
και πάλι σ’ όλες δίνεσαι

[από τα Ρω του Έρωτα]

Ένας ώμος ολόγυμνος
Σαν αλήθεια
Πληρώνει την ακρίβειά του
Στην άκρια τούτη τής βραδιάς
Που φέγγει ολομόναχη
Κάτω απ᾿ τη μυστικιά ημισέληνο
Της νοσταλγίας μου.

[από τα Επτά Νυχτερινά Επτάστιχα]

Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το ανθρώπινο βάρος σου
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία
Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη
Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες --Μα θυμάμαι πόνεσες
Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται παντοτινά του ο χρόνος.

Σ' άφησα τότες

Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ᾿ άσπρα σπίτια
Τ᾿ άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω
Στον ουρανό που φώτιζε μ' ένα μειδίαμα.

Τώρα θα ᾿χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό
Θα ᾿χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει
Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο Έρωτας
Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ᾿ αντηχεί το Αιγαίο.

[από την Ηλικία της γλαυκής θύμησης]

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v