Στίχοι του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη για να σε ερωτευτεί
Άνθρωπο που μένει ασυγκίνητος μπροστά στα ποιήματα του Λαπαθιώτη, μην τον ερωτεύεσαι. Και μην τον εμπιστεύεσαι, γενικότερα.
Άνθρωπο που μένει ασυγκίνητος μπροστά στα ποιήματα του Λαπαθιώτη, μην τον ερωτεύεσαι. Και μην τον εμπιστεύεσαι, γενικότερα.
Συνειδητά αιρετικός, κυνικά ρομαντικός, φανατικά ανθρώπινος, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ήταν ανοιχτά ομοφυλόφιλος σε μια εποχή και μια κοινωνία που κάτι τέτοιο ήταν ταμπού διακόσιες χιλιάδες φορές μεγαλύτερο απ’ ό,τι είναι σήμερα: την Αθήνα των αρχών του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε το 1888 και αυτοκτόνησε με το όπλο του στρατιωτικού πατέρα του το 1944, μέσα στο σπίτι του στα Εξάρχεια που σήμερα αναστηλώνεται για να γίνει μουσείο. Κι αυτοί είναι οι στίχοι του, που αν διαβάζοντας τους δεν κάνει κρακ η καρδιά σου, λυπούμαστε αλλά δεν έχεις καρδιά.
Νάρκισσος
Απόψε αγάπησα τα μάτια μου,
κοιτώντας τα μες στον καθρέφτη:
να ’ταν το φως που, μες στην κάμαρα,
τόσο λεπτά κι ανάερα πέφτει;
Να ’ταν το ρόδο το απριλιάτικο,
που το ’χα βάλει στη γωνία,
να μην το δω να παραδίνεται
στη βραδινή την αγωνία;
Να ’ταν, αλήθεια, το τριαντάφυλλο,
που ξεψυχούσε στο ποτήρι,
— ή κάποιοι πόθοι που με παίδευαν,
και που είχαν απομείνει στείροι;...
το ρόδο που ’σβηνε, το πάθος μου,
το παραθύρι που δεν κλείνω,
— ή μήπως επειδή σε κοίταξαν
τόσο πολύ, το βράδυ εκείνο;...
Κλείσε τα παράθυρα
Κλείσε το παράθυρο μη βλέπουν οι γειτόνοι,
και την πόρτα σφάλισε και σβήσε το κερί,
η αγκαλιά μου επύρωσε, σαν τη φωτιά, και λιώνει,
για σφιχταγκαλιάσματα κι όλο καρτερεί.
Κλείσε, μη μας βλέπουν λοξά οι ματιές του κόσμου,
δωσ’ μου το χειλάκι σου, που είν’ απαλό, νωπό,
Έχω κάτι ολόγλυκο, για σένα, απόψε, φως μου,
έχω κάτι ολόγλυκο, σα μέλι, να σου πω.
Έλα πέσε πάνω μου και μην κοιτάς με τρόμο.
Το κερί μας έσβησε, δε μας θωρεί κανείς,
Ξέχασε πως βρίσκονται κι άλλες ψυχές στο δρόμο,
κι έλα να κυλήσουμε σε πέλαγα ηδονής.
Έλα, ως τα μεσάνυχτα θα σε φιλώ στο στόμα,
έλα, κι είναι οι πόθοι μου τρελοί, τόσο τρελοί,
που το γλυκοχάραμα θα μας προλάβει ακόμα
στο πρώτο μας αγκάλιασμα, στο πρώτο μας φιλί.
Κι όταν σε ρωτήσουνε, τη χαραυγή, οι γειτόνοι,
για ποιο λόγο σφάλησες, αχ!, πες τους, να χαρείς,
πες τους, πως, στην κάμαρα, φοβάσαι άμα νυχτώνει,
κι έπεσες και πλάγιασες νωρίς, τ' ακούς; νωρίς.
Παραμύθι
Μια φορά κι ένα καιρό,
πάνε τώρα χρόνια,
σ᾿ ένα τόπο μακρινό,
ζούσαν μεσ᾿ στα χιόνια.
Πάγωναν τα λούλουδα,
μίσευαν τ᾿ αηδόνια,
καλοκαίρι ζύγωνε
κι ήταν όλο χιόνια!
Μάτια πάντα σκοτεινά,
μέτωπα σκυμμένα,
κι άνθρωποι δε βάδιζαν
με ρυθμό κανένα…
Μιάν αγάπη πέρασε,
-μετά πόσα χρόνια;-
και τα μάτια δάκρυσαν
κι έλιωσαν τα χιόνια…
Μικρό τραγούδι
Ο παλιός μας Έρωτας,
με τα βάσανά του,
ο καλός μας Έρωτας,
ήταν του θανάτου.
Δέκα χρόνια στη σειρά,
δίχως να το ξέρει,
δέκα χρόνια στη σειρά,
μας κρατούσε ταίρι.
Μας βαστούσε συντροφιά,
μας κρατούσε ταίρι,
δέκα χρόνια στη σειρά
κι ένα καλοκαίρι…
Μα όπως όλα μας περνούν
και χαρές και πόνοι,
να μια μέρα που κι αυτός,
άρχισε να λιώνει.
Κι ένα βράδυ σκοτεινό,
βράδυ πικραμένο,
καθώς είχα κουραστεί
να σε περιμένω,
δίχως λέξη να μου πεί,
γύρισε στη μπάντα,
῾σφάλισε τα μάτια του
κι έσβησε για πάντα…
Τα καημένα τα πουλάκια
Κρύο βαρύ, χειμώνας όξω,
τρέμουν οι φωτιές στα τζάκια,
τώρα ποιος τα συλλογιέται
τα καημένα τα πουλάκια!
Τα πουλάκια είναι στα δένδρα,
τα πουλάκια είναι στα δάση,
τα πουλάκια θα τα πάρει
ο βοριάς που θα περάσει,
η βροχή και το χαλάζι
κι ο βοριάς που θα περάσει,
και το χιόνι που το παίρνουν
στις αυλές με το φαράσι…
Κι αν η νύχτα είναι μεγάλη,
κι έρχεται γιομάτη τρόμους,
κι αν ο θάνατος απόψε,
φέρνει γύρα μες τους δρόμους,
κι αν η παγωνιά θερίζει
κι είναι δίχως ρουχαλάκια,
δε βαριέσαι, ποιος θυμάται
τα καημένα τα πουλάκια…
Τα πουλάκια είναι στα δένδρα,
τα πουλάκια είναι στα δάση,
τα πουλάκια θα τα πάρει
ο βοριάς που θα περάσει.
Στα παιδάκια είναι τα χάδια,
στα παιδάκια τα φιλάκια,
τώρα ποιος τα συλλογιέται
τα καημένα τα πουλάκια!
Κι όταν γίνει, πάλι, βράδυ
κι όλοι πάνε να πλαγιάσουν,
να χωθούν μες τα κρεβάτια,
μη τυχόν και ξεπαγιάσουν,
τα πουλάκια τα καημένα,
τα πουλάκια, τώρα, πέρα
θα χαθούν χωρίς ελπίδα
να φανούν την άλλη μέρα…