Οι νεκροί, τα ντουβάρια και ο Σαββόπουλος

Εμείς να αλλάζουμε αλλά οι προσωπικότητες που αγαπήσαμε να μένουν απαράλλαχτες. Ζητάμε πολλά; 

Οι νεκροί, τα ντουβάρια και ο Σαββόπουλος

Τάραξε τα ύδατα της υποτονικής προεκλογικής περιόδου η δήλωση του Διονύση Σαββόπουλου περί της στήριξής του στη Νέα Δημοκρατία και περί της ελπίδας του για επίτευξη αυτοδυναμίας από την γαλάζια παράταξη.  

Ασφαλώς δεν είναι η πρώτη φορά που ο αγαπημένος Νιόνιος του ελληνικού τραγουδιού απογοητεύει αρκετούς από τους παλιούς τους οπαδούς, τους «γνωστούς του άγνωστους από χρόνια». Η σταδιακή του στροφή προς «κάθε τι ελληνικό στον κόσμο αυτό» αρχικά στις αρχές της δεκαετίας του 1980, και στη συνέχεια προς την ορθοδοξία και τον βυζαντινο-χριστιανισμό, ήταν μια πρώτη, ανεξήγητη για πολλούς ανακολουθία με τον Σαββόπουλο του Ήλιε Ήλιε Αρχηγέ, της μουσικής του Χάπυ Νταίη και της γενικόλογης μα απτής ένταξής του στην αριστερή πλευρά του πολιτικού χάρτη.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ήρθε η δεξιά στροφή του που αποτυπώθηκε στον δίσκο «Το Κούρεμα»- μια αρκετά ειλικρινής ομολογία της συντηρητικοποίησής του. Κάπου εκεί, όταν εξαργύρωνε την στήριξή του στο «Μητσοτάκ» και έκανε με κονδύλια του υπουργείου Εθνικής Άμυνας συναυλίες σε στρατόπεδα της παραμεθορίου του Αιγαίου, τον συνάντησε και ο συντάκτης του ποστ αυτού, πιτσιρικάς τότε και φανατικός σαββοπουλικός.

Έχοντας μόλις ανακαλύψει τους πρώτους και πιο ροκ δίσκους του, δεν δίσταζα να συγκρούομαι με τους φίλους των γονιών και τους γονείς μου που ανήκαν στην γενιά των παλαιότερων υποστηρικτών του που λέγαμε και στην αρχή. Εκείνοι έκαναν λόγο για «προδοσία» και εγώ για κάτι μπερδεμένο, όπως «μια καμπή στην σκέψη του καλλιτέχνη» ή κάτι παρόμοιο.

Μετά το τέλος μιας συναυλίας του στη Λήμνο λοιπόν, τον είχα με θάρρος ρωτήσει σε «πηγαδάκι» τι να λέω σε όσους τον κατηγορούν για προδοσία. «Να τους λες ότι μόνο οι νεκροί και τα ντουβάρια δεν αλλάζουν», μου είχε απαντήσει. Σοκαρίστηκα. Δεν το περίμενα. Πίστευα ότι θα μου δώσει επιχειρήματα υπέρ του ότι εξακολουθεί να εκφράζει εκείνο το παλιό συναίσθημα του ’60, της Χούντας και της μεταπολίτευσης. Ότι θα με διαβεβαιώσει ότι οι συνομιλητές μου τον αδικούν κατάφωρα. Όμως εκείνος υπερασπίστηκε το δικαίωμά του να αλλάζει γνώμη- έστω και με ανταλλάγματα.

Είχε δίκιο.

Κρατάμε την εικόνα που φτιάχνουμε οι ίδιοι για πολλούς ανθρώπους- ειδικά για τους επιφανείς. Η «συνέπεια» στις πράξεις, τα λεγόμενα και τις σκέψεις τους μας φαίνεται αυτονόητη, ανακουφιστική. Τους θέλουμε να παίζουν τον ρόλο του έρματος στην δική μας ζωή, η οποία- το κατάλαβα μεγαλώνοντας- μπορεί να έχει πάει εντελώς αλλού. Όμως ακόμη και αν εμείς λίγη σχέση έχουμε με εκείνο που ήμασταν, δεν είναι εύκολο να αναγνωρίσουμε το ίδιο δικαίωμα σε εμβληματικές προσωπικότητες. Κάπως σαν να μην τους ανήκει ακριβώς ο εαυτός τους∙ σαν να ανήκουν σε εμάς, στην εικόνα τους που έχουμε ανάγκη να μένει αμετάβλητη.

Δεν θα πω λόγια υπεράσπισης του Σαββόπουλου ως καλλιτέχνη ή ως πολιτικού αναλυτή. Άλλωστε, τα πρώτα δεν τα έχει ανάγκη και τα δεύτερα δεν μου βγαίνουν. Δεν συμφωνούμε πολιτικά.

Είμαι της άποψης ότι θα πρέπει να κρίνονται τα λεγόμενά του, αλλά όχι να γίνονται αήθεις επιθέσεις κατά της προσωπικότητάς του συνολικά. Ας προστατέψουμε το ανθρώπινο δικαίωμα ενός εκάστου να αυτοπροσδιορίζεται έστω και δημόσια.

Στο κάτω-κάτω, τον καθένα από εμάς, δεν θα τον λένε πάντα «Σταύρο και κυρ Σταύρο και αφέντη τσουτσουλομύτη». Έρχεται η εποχή που «μόνο Σταύρο, τον λεν’. Μόνο Σταύρο».           

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v