Η Βανδή ο Μπισμπίκης και η αλήθεια των Sex Pistols
Αν ο κόσμος δεν χορταίνει το Βανδή-Μπισμπίκης είναι γιατί βλέπει στο ειδύλλιο κάτι "αληθινό". Λαϊκό-ξελαϊκό, μοιάζει αληθινό και αυτό είναι που λείπει.
Υπό κανονικές συνθήκες θα αδυνατούσα να καταλάβω τον λόγο για τον οποίο κάποιος εξακολουθεί- έναν σχεδόν χρόνο μετά την πρώτη εμφάνισή τους- να ενδιαφέρεται για τις δημόσιες περιπτύξεις ή τις δημόσιες εμφανίσεις του ζεύγους Βανδή-Μπισμπίκη.
Αυτή ήταν διάσημη, αυτός έγινε μέσω της σχέσης τους και της εμφάνισής του στις «Άγριες Μέλισσες». Oι δύο τους αποτελούν αυτό που θα λέγαμε «τυπικό ζευγάρι της show Bizz».
Εκ του γεγονότος αυτού και μόνο, θα ήταν λογικό να υπάρχει δημόσιο ενδιαφέρον. Άντε και αυξημένο. Όμως πάει καιρός που αυτή η ιστορία διαρκεί και καταλαμβάνει δυσανάλογα μεγάλο μερίδιο της επικαιρότητας, ενώ απασχολεί και κόσμο πυο θα κατατάσσονταν στους "κουλτουριάρηδες". Οπότε τι είναι αυτό που εξασφαλίζει την διάρκεια;
Νομίζω είναι κάτι παρεμφερές με αυτό που λέγαμε για τον Τεντόγλου: στο λαμπερό λαϊκό ζευγάρι υπάρχει η αίσθηση του αληθινού, του ειλικρινούς. Ασχολούμενος με αυτούς, ο κόσμος αισθάνεται ότι ασχολείται με κάτι που δεν συμβαίνει για τις πωλήσεις και τα νούμερα, αλλά… ένεκα συναισθήματος.
Δεν είναι συχνές οι περιπτώσεις στις οποίες το κοινό πείθεται ότι κάποια δραστηριότητα διασήμων είναι πηγαία και αποκαλύπτει τους πραγματικούς εαυτούς των ανθρώπων που εμπλέκονται. Οι δηλώσεις του Μίλτου Τεντόγλου, έχουν το ίδιο χαρακτηριστικό, κάνουν το ίδιο γκελ. Παρότι δεν είναι εθνεγερτικές ή κάτι εξίσου εύπεπτο, είναι απλές, άμεσες και ειλικρινείς.
Ο κόσμος διψάει για πράγμα αληθινά- το καταλαβαίνει αυτό κανείς και στα social media, όπου τα viral posts είναι αυτά που φανερώνουν ανεπεξέργαστο συναίσθημα- ακόμη και θυμού ή σύγκρουσης. «Υπάρχει τόση ψευτιά παντού» θα μας έλεγε ο Γιώργος Πετρόχειλος κάνοντάς μας να γελάσουμε. Και πότε δεν υπήρχε; θα αναρωτιώταν κανείς, κινδυνεύοντας να πέσει σε άλλη δέσμη κλισέ. Απάντηση δεν έχω ή εν πάση περιπτώσει δεν έχει νόημα μια τέτοια απάντηση.
Αυτή όμως η τάση για την αποφυγή του «δήθεν» υπάρχει ως σημείο των καιρών. Το πιθανότερο είναι να μην μεταφραστεί ποτέ σε μια συλλογική αναζήτηση και να μείνει μια προσωπική επιδίωξη που στόχο θα έχει «να μην με πιάσουν κορόιδο»- άλλη ύψιστη… αξία. Έτσι, θα συνεχίσουμε να την παρατηρούμε σε διάφορα χάιλάιτς της επικαιρότητας συχνά μην μπορώντας να την ερμηνεύσουμε και να την καταλάβουμε.