10 στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη για να κάνει κρακ η καρδιά σου
Ο ποιητής του έρωτα και της επανάστασης γεννήθηκε πριν από ακριβώς 100 χρόνια… και δεν σταμάτησε ποτέ να μιλάει στις καρδιές μας.
Ο ποιητής του έρωτα και της επανάστασης γεννήθηκε πριν από ακριβώς 100 χρόνια… και δεν σταμάτησε ποτέ να μιλάει στις καρδιές μας.
Θυμάσαι τις νύχτες; Για να σε κάνω να γελάσεις περπατούσα πάνω
στο γυαλί της λάμπας.
«Πώς γίνεται αυτό;» ρώταγες. Μα ήταν τόσο απλό
αφού μ’ αγαπούσες.
(από το «Σε μια γυναίκα»)
Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα,
θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου.
Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα,
σα δυο νύχτες έρωτα, μες στον εμφύλιο πόλεμο.
Α! ναι, ξέχασα να σου πω, πως τα στάχυα είναι χρυσά κι
απέραντα, γιατί σ’ αγαπώ.
(από το «Σε Περιμένω Παντού»)
Όλη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα να σωθούν απ’ τον εαυτό τους,
δαγκώθηκαν, στα νύχια τους μείναν κομμάτια δέρμα, γδαρθήκανε
σαν δυο ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή, αλλόφρονες, ματωμένοι,
βγάλανε μια κραυγή
σα ναυαγοί, που, λίγο πριν ξεψυχήσουν, θαρρούν πως βλέπουν φώτα,
κάπου μακριά.
Κι όταν ξημέρωσε, τα σώματά τους σα δυο μεγάλα ψαροκόκαλα
ξεβρασμένα στην όχθη ενός καινούργιου μάταιου πρωινού
(από το «Ερωτικό»)
Και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι
και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον.
Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος
να γνωριστούν.
Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε,
ζουν από τη στιγμή που βρίσκουν
μια θέση στη ζωή των άλλων.
Kαι τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι
γίνονται οι πιο καλοί επαναστάτες.
(από τη Συμφωνία Αρ. 1)
Σ' έβρισκα, αγαπημένη, στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.
γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου
αγαπημένη μου.
Mα και τι να πει κανείς
όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου
τόσο μεγάλα.
Ύστερα ερχόταν η βροχή.
Mα έγραφα σ' όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ' όνομα σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στη κάμαρά μας. Kράταγα τα χέρια σου
κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη. Tα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα,
στο στόμα σου ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη.
(από το «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας»)
Το σούρουπο έχει πάντα τη θλίψη
ενός ατέλειωτου χωρισμού
κι εγώ έζησα σε νοικιασμένα δωμάτια
με τις σκοτεινές σκάλες τους
που οδηγούνε
άγνωστο πού.
Με τις μεσόκοπες νοικοκυρές
που αρνούνται
κλαίνε λίγο
κι ύστερα ενδίδουν
και τ’ άλλο πρωί
αερίζουν το σπίτι
απ’ τους μεγάλους στεναγμούς
(από το «Αυτός που σωπαίνει»)
Hξερες να δίνεσαι, αγάπη μου.
Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί.
Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Kαι τότε όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια
θάναι δικά μας.
Θά ’θελα να φωνάξω τ’ όνομά σου,
αγάπη μου, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Nα το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πιά να μήν πεθάνει.
Ναι, αγαπημένη μου, πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα…
(από το «Ερωτικό»)
Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πότε, όμως τα βραδιά
κάποιος κλαίει πίσω από την πόρτα
κι η μουσική είναι φίλη μας – και συχνά μέσα στον ύπνο
ακούμε τα βήματα παλιών πνιγμένων ή περνούν μες
στον καθρέφτη πρόσωπα
που τα είδαμε κάποτε σ’ ένα δρόμο η ένα παράθυρο
και ξανάρχονται επίμονα
σαν ένα άρωμα απ’ τη νιότη μας – το μέλλον είναι άγνωστο
το παρελθόν ένα αίνιγμα
η στιγμή βιαστική κι ανεξήγητη.
Οι ταξιδιώτες χάθηκαν στο βάθος
άλλους τους κράτησε για πάντα το φεγγάρι
οι καγκελόπορτες το βράδυ ανοίγουνε μ’ ένα λυγμό
οι ταχυδρόμοι ξέχασαν το δρόμο
κι η εξήγηση θα ‘ρθει κάποτε
όταν δεν θα χρειάζεται πια καμία εξήγηση
Α, πόσα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα – τι έρωτες Θέε μου, τι ηδονές
τι όνειρα,
ας πάμε τώρα να εξαγνιστούμε μες στη λησμονιά.
(από το «Περιμένοντας το Βράδυ»)
Έβρεχε εκείνο το βράδυ, έβρεχε
ανέβηκα τα σκαλιά κανείς στην κάμαρα
Έβρεχε; έτρεμε στ’ ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα
Έβρεχε…
«Φεύγω μη ζητήσεις να με βρεις. Αγαπώ άλλον!», έγραφε
Αγαπώ άλλον;
Πού είσαι; Πού να πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Πού είσαι; Πού να πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Οι δρόμοι λασπωμένοι, κίτρινα φώτα, έβρεχε
Ζευγάρια αγκαλιασμένα κάτω απ’ τις ομπρέλες τους
σε λίγο θα ανάβουνε το φως
Θα κοιτάζονται στα μάτια και θα πετάν από πάνω τους όλη τη μοναξιά
Οι φωτεινές ρεκλάμες ανοιγοκλείνουνε τα μάτια τους
Όλα στην εποχή μας διαφημίζονται γιατί όχι και αυτό…
Έβρεχε
(από το «Πού είσαι;»)
Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι.
Τους συγχωρώ έναν-έναν όλους.
Άλλοτε πάλι θέλω να σώσω την ανθρωπότητα,
αλλά εκείνη αρνείται.
“Όμως απόψε, βιάζομαι απόψε,
να παραμερίσω όλη τη λησμονιά
και στη θέση της ν’ ακουμπήσω,
μια μικρή ανεμώνη.”
Κύριε, μάρτησα ενώπιόν σου, ονειρεύτηκα πολύ
“μια μικρή ανεμώνη.” έτσι ξέχασα να ζήσω.
Μόνο καμιά φορά μ’ ένα μυστικό που το ‘χα μάθει από παιδί,
ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο, αλλά εκεί κανείς δε με γνώριζε.
Σαν τους θαυματοποιούς που όλη τη μέρα χάρισαν τ’ όνειρα στα παιδιά
και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί κι απ’ τους αγγέλους.
Ήτανε πάντοτε αλλού.
Και μόνο όταν κάποιος μας αγαπήσει, ερχόμαστε για λίγο
κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί.
(από το «Επίλογος»)