Η "πλαστική" μας παιδικότητα

Οι Έλληνες ετοιμάζονται για τα εορταστικά τους ψώνια και θα αφήσουν- από ό,τι μαθαίνω- στο σπίτι τις πιστωτικές τους κάρτες. Ο Ιοβόλος παραληρεί πάνω στο θέμα διατηρώντας τον ελάχιστο δυνατό συνειρμό.   
Προ δύο ετών ήθελα να αγοράσω έναν προτζέκτορα προκειμένου να απαλλαγώ από την ύπαρξη της τηλεόρασης. Η τιμή του προτζέκτορα ήταν απαγορευτική για τη ρευστότητά μου και έτσι σκέφτηκα να χρησιμοποιήσω την πιστωτική κάρτα αγοράζοντας κάτι που- για πρώτη φορά- δεν είχε να κάνει με ταξίδι ή αεροπορικό εισιτήριο.

Μου φάνηκε απίστευτα εύκολο. Μπήκα στο κατάστημα έδωσα την κάρτα και έφυγα με αυτά που ήθελα. Η ευκολία αυτή με είχε βάλει σε σκέψεις.

Υπάρχει μια ηλικία στη ζωή των ανθρώπων στην οποία έχουν πραγματικά την ιδανική κατ’ εμέ σχέση με την ιδιοκτησία και/ή την κατανάλωση: είναι η ηλικία κάτω των 3 ετών. Τότε  θεωρεί κανείς απαράδεκτο, ακατανόητο και παράλογο να μην έχει ό,τι επιθυμήσει. Χρήματα δεν υπάρχουν υπάρχει η επιθυμία και το αντικείμενο.

Νομίζω ότι η επιτυχία της πιστωτικής κάρτας βρίσκεται ακριβώς εκεί. Παραπέμπει σε εκείνο το συναίσθημα της παιδικότητας όταν δεν είχες να σκεφτείς το χρήμα και το τι κάματο έχεις καταβάλει για να το αποκτήσεις.

Όπως διαβάζω σε έρευνα της Deloitte που δημοσιεύεται σήμερα στα Νέα, οι Έλληνες φοβούνται φέτος τις πιστωτικές κάρτες και είναι αποφασισμένοι να ψωνίσουν με μετρητά ή με πόντους από προηγούμενες αγορές.

«Αν το κέντρο βάρους τα προηγούµενα χρόνια ήταν οι άτοκες δόσεις στις αγορές µε πιστωτική κάρτα και ο µεγαλύτερος όγκος συναλλαγών γινόταν µε πλαστικό χρήµα, σήµερα η ανταποδοτικότητα της επιχείρησης σε κάθε συναλλαγή του πελάτη µε δωροεπιταγές είναι αυτό που βαραίνει στην τελική επιλογή», λέει το δημοσίευμα και ρίχνει ένα ακόμη βέλος στην τρωθείσα αθωότητα του Έλληνα καταναλωτή.

Του καταναλωτή που, όπως και εγώ, ένιωθε ότι με την πλαστική καρτούλα αγοράζει εισιτήριο ευτυχίας. Προσωρινής έστω, αλλά ευτυχίας. Έχω μια φίλη που με μισθό 1.500 ευρώ το μήνα είχε φτάσει να χρωστά 20-30.000 ευρώ σε κάρτες εξυπηρετώντας απλώς «καθημερινές» της ανάγκες με πόρους που δεν είχε. Στο τέλος του μήνα κατέληγε να «τραβάει» χρήματα από τη μία κάρτα για να πληρώσει τις διαμαρτυρημένες δόσεις της άλλης- ασφαλώς με επιτόκιο πάνω από 15%. Και από ό,τι έμαθα διηγούμενος φρικαρισμένος την ιστορία της δεν είναι (ή τουλάχιστον δεν ήταν) η μόνη.  

Μικρότερος είχα σκεφτεί ότι όποιος αντέχει να ζει με το άγχος να χρωστά συνεχώς κάπου έχει μια σημαντική ευκαιρία να κλέψει τις τράπεζες η οποία χοντρικά συνοψίζεται στο εξής: θα δανείζεται συνέχεια, με το ένα δάνειο θα ξεπληρώνει το άλλο και όταν πεθάνει θα τους χρωστά το πρώτο. Από αυτό το πρώτο βέβαια θα πρέπει να αφαιρεθούν οι τόκοι.

Σε καιρούς κρίσης όμως ο φόβος φυλάει τα έρημα και όχι "τον κώλο μας" όπως δηκτικά έλεγε σύνθημα σε τοίχο των Εξαρχείων.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v