Ο άνθρωπος που αγάπησε το πτώμα του νουάρ

Το 1990, ο Νίκος Νικολαΐδης γύρισε μια ταινία που μάλλον ξεπερνούσε κατά πολύ τα ελληνικά κινηματογραφικά στεγανά, όχι μόνο της εποχής του, αλλά και τα σημερινά...
Το 1990, ο Νίκος Νικολαΐδης γύρισε μια ταινία που μάλλον ξεπερνούσε κατά πολύ τα ελληνικά κινηματογραφικά στεγανά, όχι μόνο της εποχής του, αλλά και τα σημερινά. Το “Singapore Sling” είναι ένα νουάρ που αυτοκαταστρέφεται στη μάπα μας, καθώς ψάχνουμε ν' αναγνωρίσουμε όλες εκείνες τις συμβάσεις που κάνουν ένα φιλμ του είδους τόσο ελκυστικό. Και χωρίς καμία περιστροφή, ξερνάει επάνω μας αυτές τις συμβάσεις αναμασημένες και πολτοποιημένες, όπως είναι πλέον στην κορεσμένη από κλισέ πρόσληψή μας. Με λίγα λόγια, ο συγχωρεμένος έκανε μια ταινία που έχει ιδιαίτερη θέση στην ιστορία, όχι του ελληνικού, αλλά του παγκόσμιου κινηματογράφου.



Την ταινία αυτή, με τράβηξε να δω ένας φίλος σε πρόσφατο Φεστιβάλ, όταν του είπα ότι δεν είχα δει σχεδόν καθόλου Νικολαΐδη (είχα δει μόνο την ταινία με τον Αγγελάκα) μέχρι τότε και θεώρησε ότι αν πρέπει να δω μία τότε ας είναι αυτή. Η προβολή ήταν αργά τη νύχτα και η κούραση απ' την φεστιβαλική ημέρα μαζί με την προκατάληψή μου για το ελληνικό σινεμά δεν προδίκαζαν ένα ευχάριστο δίωρο. Κι όμως, το “Singapore Sling” με ξύπνησε, με καθήλωσε και ήταν για μένα μια αποκάλυψη για το τι μπορεί να κάνει κάποιος που ξέρει το σινεμά και ξέρει να κάνει σινεμά.

Πέρα απ' τις όποιες εμφανείς ή κρυμμένες αλληγορίες και τις σινεφιλικές αναλύσεις, το φιλμ του Νικολαΐδη είναι πάνω απ' όλα μια πολύ καλή κινηματογραφική δουλειά με αφήγηση που δε σ' αφήνει στιγμή να χάσεις την προσοχή σου (συχνά μάλιστα απευθύνεται και σε σένα σπάζοντας τον τέταρτο τοίχο), αλλά κι ερμηνείες εξαιρετικές, που δεν έχω δει ποτέ μου σ' ελληνική ταινία με παρόμοιες απαιτήσεις. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία με τις μεγάλες αντιθέσεις είναι εντυπωσιακή, ακόμη και με τα σημερινά δεδομένα κι όλο το στήσιμο των σκηνικών μαρτυρά πολύ σκληρή και μελετημένη δουλειά σε επίπεδο αισθητικών επιλογών, ίδιον ίσως του σκηνοθέτη που, απ' ότι αντιλαμβάνομαι, δε διέθετε σε κανένα βαθμό την κλασική ελληνική φτωχομπινεδιάρικη αισθητική. Και να σκεφτεί κανείς ότι είναι όλο γυρισμένο στο σπίτι του.

Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι δεν έχω δει τη “Laura” του Ότο Πρέμινγκερ, της οποίας το “Singapore Sling” αποτελεί μια στρεβλή εκδοχή ή συνέχεια ή ελεύθερη διασκευή. Όμως έχω δει αρκετά παλιά και καινούργια νουάρ, ώστε να έχω την αίσθηση ότι κανείς ποτέ δεν έχει γυρίσει κάτι τόσο δυνατό πατώντας πάνω σε μια τόσο χιλιοχρησιμοποιημένη, υπεραναλυμένη και παρωχημένη φόρμα. Γι' αυτό και, ακόμη και σήμερα, όσοι ανακαλύπτουν το “Singapore Sling” και γράφουν γι' αυτό σε σελίδες του εξωτερικού διακατέχονται κάπου-κάπου από μια αμηχανία, σα να έχουν μπροστά τους ένα αριστούργημα και να μη μπορούν να αναλύσουν το γιατί, ενώ, συγχρόνως, μοιάζουν να μη θέλουν να μείνουν εκτός του κύκλου που το θαυμάζει.

Δε θα τολμήσω ούτε εγώ να αναλύσω περισσότερο. Αλλά συστήνω αυτή την κινηματογραφική εμπειρία ανεπιφύλακτα σε όποιον θέλει να απομυθοποιήσει βίαια το νουάρ και να το επανεξετάσει με το καθαρό μυαλό της επομένης ενός επίπονου χανγκόβερ.

Επόμενη ταινία: Out of the Past του Ζακ Τουρνέρ
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v