Coup de Torchon: Όταν το σχοινί κοπεί

Ένα ακόμη μισανθρωπικό νουάρ μυθιστόρημα του Τζιμ Τόμπσον, το “Pop.1280”, μεταφέρθηκε στο σινεμά απ' τον Μπερτράν Ταβερνιέ το 1981 με τον τίτλο “Coup de Torchon”.
Ένα ακόμη μισανθρωπικό νουάρ μυθιστόρημα του Τζιμ Τόμπσον, το “Pop.1280”, μεταφέρθηκε στο σινεμά απ' τον Μπερτράν Ταβερνιέ το 1981 με τον τίτλο “Coup de Torchon”. Όπως και οι κεντρικοί χαρακτήρες του “The Killer Inside Me” και του “Serie Noire”, ο Λισιέν Κορντιέ είναι ένας άνθρωπος που καταφεύγει στη βία κι απορροφάται οικειοθελώς απ' αυτήν με τρόπο που μοιάζει αδιέξοδος. Έτσι, κατά την προσφιλή μεθοδολογία του Τόμσον (απ' ότι διακρίνω μέσα απ' τις κινηματογραφικές μεταφορές των βιβλίων του και μόνο), το μόνο που μπορεί κανείς να κάνει ως θεατής, είναι να εξετάσει και να σχηματίσει μια εικόνα για το πώς ο ήρωας μπήκε μέσα σ' αυτό το αδιέξοδο.



Ο Ταβερνιέ επιλέγει, ως Γάλλος, να μεταφέρει το σκηνικό απ' τον αμερικάνικο Νότο στη γαλλοκρατούμενη Αφρική, ώστε η όποια κριτική του να είναι προς τα μέσα παρά προς τα έξω. Η παρατεταμένη αποικιοκρατία κι η πλήρης απουσία της μητροπολιτικής εξουσίας απ' τις ξεζουμισμένες, παρηκμασμένες κι άγονες γωνιές των αποικιών, αλλά κι η πλήρης αδιαφορία της για όσους έχουν ξεμείνει εκεί, δίνουν το κατάλληλο υπόβαθρο διαφθοράς, ανομίας, αρρώστιας και απανθρωπιάς όπου ο Ταβερνιέ χτίζει τη διασκευή του.

Σ' ένα μικρό χωριό λοιπόν της Σενεγάλης, ο τοπικός μπάτσος λέγεται Λισιέν Κορντιέ (ερμηνεύει ο εκπληκτικός Φιλίπ Νουαρέ) κι είναι ένας άνδρας μεγαλόσωμος, αλλά παραιτημένος και, φαινομενικά, αγαθός που δέχεται τους τσαμπουκάδες των πάντων και κάνει τα στραβά μάτια σε όλα. Ακόμη και μέσα στο σπίτι του, όπου η γυναίκα του έχει σπιτώσει τον εραστή της ως κακομοίρη ετεροθαλή αδερφό. Παρ' όλ' αυτά διατηρεί μια ερωτική σχέση με την τσαχπίνα σύζυγο ενός ντόπιου σατράπη τσιφλικά και εκφέρει σαρκαστικά τη γνώμη του για όσα βλέπει να διαδραματίζονται μπροστά του. Το έχει πάρει όμως απόφαση ότι η πραγματικότητα είναι μια αντιστροφή του προσχήματος: ο λόγος που έχει τοποθετηθεί στη θέση του τοπικού σερίφη είναι ακριβώς για να μην κάνει τίποτα, νομιμοποιώντας, έτσι, τα πάντα.

Μια μέρα, με την ψυχραιμία κάποιου που έχει προμελετήσει τις πράξεις του, αποφασίζει να τραβήξει την πραγματικότητα αυτή στα άκρα της και να εφαρμόσει έναν και μοναδικό κανόνα: Δεν υπάρχουν κανόνες κι όλοι είναι θηράματα. Αφού όλοι είναι παράνομοι και ανήθικοι, εκείνος, ως σερίφης, δικαιούται να είναι πιο παράνομος και πιο ανήθικος απ' όλους, αλλά και με όλους. Αρχίζει λοιπόν να σκοτώνει με αποτελεσματικότητα, ελαφριά καρδιά και έναν κυνισμό που τον κάνει να φαίνεται σοφός μπροστά στα ανθρωπάκια που τον περιτριγυρίζουν χωρίς την παραμικρή υποψία ότι ο καρπαζοεισπράκτορας αστυνομικός είναι ο δολοφόνος του χωριού.

Και όχι, δεν είναι εκδικητής κανενός αδικημένου ούτε έχει κανενός είδους ευγενή, αν και βρώμικη, αποστολή. Απλώς, κάνει τη δουλειά του με το παραπάνω, αφού όπως λέει κάποια στιγμή στην, εκπεσούσα στο έγκλημα, νεαρή και παρορμητική ερωμένη του: “Ίσως θα έπρεπε να τα βάζω με τους πλούσιους και τους ισχυρούς. Αυτούς ακριβώς, όμως, είναι που δε μου επιτρέπεται ν' αγγίξω. Οπότε, για να καλύψω το κενό, επιτίθεμαι ακόμη πιο σκληρά στους φτωχούς, τους κατατρεγμένους, τους μαύρους και στ' αφελή κορίτσια σαν κι εσένα...”

Επόμενη ταινία: Singapore Sling του Νίκου Νικολαΐδη
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v