Ο έχων δύο χιτώνας και... ο άλλος

Ο αριθμός των απόρων που επισιτίζεται με δημόσια έξοδα πληθαίνει και φέρνει στο μυαλό του Ιοβόλου σκέψεις για την "αξιοπρέπεια", αλλά και για το ποιοι τελικά είναι οι "φτωχοί" της παιδικής του ηλικίας.  
Θυμάμαι από τότε που ήμουν πιτσιρικάς μια φορά στο τόσο να συγκεντρώνονται στο σπίτι ρούχα προκειμένου να τα δώσουμε «στους φτωχούς». Η σκέψη της μάζας αυτής των ανώνυμων ρακένδυτων που θα απολάμβαναν αυτά που (άλλοι αποφάσιζαν ότι και) εγώ δεν ήθελα πια μου γεννούσε αισθήματα μάλλον περιέργειας παρά οίκτου.

Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι η απόσταση εκείνη που στο μυαλό μου υπήρχε ανάμεσα σε «εμάς» και τους «φτωχούς» ήταν ανύπαρκτη ή για να γίνω πιο σαφής μάλλον «οι φτωχοί» ήμασταν εμείς, τουλάχιστον για κάποιους άλλους. Από εκείνους τους άλλους (κάποιο ξάδελφο, ένα θείο, τον παππού κ.ο.κ.) ανακυκλώνονταν και έφταναν και σε εμένα διάφορα ρούχα που κρίνονταν μικρά σε μέγεθος ή απλώς περιττά («γιατί να πάει χαμένο; Αφόρετο είναι»). Φαντάζομαι ότι μετά τη χρήση τους, η μητέρα και η γιαγιά μου τα κυκλοφορούσαν καταλλήλως ώστε να συνεχίσουν το ταξίδι τους.

Αυτό που μου κάνει εντύπωση τώρα που αναδρομικά θυμάμαι την κίνηση αυτή των ρούχων δεν είναι άλλο από την επιτηδευμένη διακριτικότητα με την οποία οι γυναίκες του σπιτιού περιέβαλαν αυτές τις διαδικασίες- είτε αυτές αφορούσαν το δούναι είτε το λαβείν.

Ήταν ίσως λόγω του ότι ήθελαν να κρύψουν από τον υπόλοιπο κόσμο που αγνοούσε τη συναλλαγή ότι η δική τους η οικογένεια ντύνεται με «αποφόρια» ή ότι «ελεήσαμε» τους τάδε. Μπορεί όμως να κάνω και λάθος, τέτοιου είδους λεπτότητα αισθημάτων να υπάρχει μόνο στο μυαλό μου και η πρακτική χρηστικότητα να ήταν το μόνο που πέρασε από το γυναικείο μυαλό: «Αφού μεγάλωσε πια και δεν του κάνουν, γιατί να μην τα δώσουμε/ τα φορέσει το δικό μας»;

Στην περίπτωσή μου μάλιστα το πάρε- δώσε με τα ρούχα αυτό δεν σταμάτησε ποτέ. Πέραν του ότι όταν κάτι δεν το θέλω αντί να το πετάξω φροντίζω να το δώσω, λίγες ημέρες πριν μητέρα φίλης με ρώτησε για δύο μπλούζες στυλ "πόλο" του γιού της που "δεν τις έχει φορέσει καθόλου": «Συγγνώμη κιόλας που σε ρωτάω... », μού είπε ευγενικά και μού θύμισε ότι κάποιοι, πριν πάρουν τις μπλούζες, ίσως και να ένιωθαν άβολα.     

Αυτά σκεφτόμουν διαβάζοντας την είδηση για υπερδιπλασιασμό του αριθμού των Ελλήνων που προσφεύγουν καθημερινά στα συσσίτια της εκκλησίας.

Προφανώς η αύξηση των ενδιαφερομένων για δωρεάν συσσίτιο είναι αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται με οδύνη. Ωστόσο πιστεύω πως υπάρχει μία τουλάχιστον αισιόδοξη νότα στη συγκεκριμένη είδηση. Η κρίση αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να απενοχοποιηθεί η έννοια της «παροχής βοήθειας» ή κατά κόσμον της «ελεημοσύνης».

«Η ίδια η ελεημοσύνη είναι πολύ ύποπτο πράγμα για την ακεραιότητα ενός χαρακτήρα», συνηθίζει να λέει κάποιος που γνωρίζω και στον οποίο αναγνωρίζεται ένα είδος σοφίας. Μολονότι δεν φαίνεται προφανές, θα συμφωνήσω. Αυτά επί της αρχής. Γιατί επί της διαδικασίας δεν βρίσκω κανέναν λόγο κάποιος που θα μπορούσε να διευκολυνθεί από την παροχή συσσιτίου να στερηθεί αυτή την δυνατότητα για λόγους «αξιοπρέπειας». 

Η αξιοπρέπεια (μπορεί να) υπάρχει σε οτιδήποτε κάνουμε και δεν είναι δυνατόν να καθορίζει η ίδια τις ανάγκες μας. Φαίνεται ότι όσο περισσότερο "πολιτισμένοι" γινόμαστε- με τη δυτική ένοια του όρου, βεβαίως- τόσο πιο δύσκολα το θυμόμαστε. 
      
Αν τα δωρεάν συσσίτια είναι μια πραγματικότητα που μπορεί να βοηθήσει αρκετούς εξ ημών καλώς να το πράξει. Ο Ιοβόλος μάλιστα καταθέτει πρόταση να επεκταθούν τα στοχευμένα αυτά γεύματα και προς την μεσαία τάξη και όχι μόνο προς αυτή των απόρων. Αν δε αυτό γίνει και με έξοδα της εκκλησίας, ακόμα καλύτερα.   
        
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v