Ο Έλλην και το Μουντιάλ

Η σχέση του Έλληνα με την εθνική του ομάδα ποδοσφαίρου δυστυχώς αποτυπώνεται εν ολίγοις στη φωτογραφία των μπούφων με τις σπαρτιατικές ασπίδες και στην μεταφυσική πεποίθηση ότι "εμείς οι Έλληνες όταν είμαστε ενωμένοι μπορούμε να καταφέρουμε τα πάντα".
Ο τρόπος που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες την προσπάθεια των εθνικών τους ομάδων είναι συγκινητικός, αλλά και αποκαλυπτικός για την εικόνα που έχουν για τους εαυτούς τους: Θεωρούν σχεδόν αυτονόητο να κερδίζεται κάθε αγώνας με οποιονδήποτε αντίπαλο- προφανώς έμπλεοι από αυτό που λέμε «εμπιστοσύνη στην ανωτερότητα της ελληνικής φυλής».

Ξέρετε, αυτής της μαγικής ιδιότητας που εν ολίγοις λέει "έχω δεν έχω προσπαθήσει, έχω δεν έχω ταλέντο το σύμπαν μού οφείλει τη νίκη- το πολύ- πολύ να αναγνωρίσω ότι ήμουν και λίγο τυχερός".

Όχι δεν πρόκειται για έναν βρετανικού τύπου μαγαλοϊδεατισμό που θέλει το παγκόσμιο κύπελλο γιατί στο μυαλό των βρετανών η χώρα τους παραμένει η υπ΄ αριθμόν 1 παγκόσμια αυτοκρατορία. Πρόκειται για την άποψη που λέει ότι ακόμα και αν δεν το δικαιούται απολύτως, η ελλαδάρα τελικά θα τα καταφέρει. Και όποιος διαφωνεί είναι μάλλον λίγο ανθέλληνας.

Ήταν που ήταν το εθνικό φρόνημα σε δυσθεώρητα ύψη, ήρθε και η ποδοσφαιρική επιτυχία του 2004 και έδωσε τη μεταφυσική συνταγή της επιτυχίας στους συμπατριώτες μας: «ενωμένοι, με λίγη τύχη και με τη βοήθεια του θεού εμείς οι έλληνες μπορούμε να κάνουμε τα πάντα». Άλλα λόγια να αγαπιώμαστε.

Η φετινή παρουσία της Ελλάδας στο μουντιάλ ήταν κατά τη γνώμη μου συμπαθέστερη από εκείνη του 2004. Όχι βέβαια γιατί προκάλεσε μεγαλύτερη χαρά ούτε γιατί συνέβαλε σε κάποιου είδους εθνική ανάταση, αλλά γιατί έδωσε το σταθερό μέτρο των δυνατοτήτων μας.

Όπως λένε και όσοι ξέρουν καλό τάβλι, όταν νικάς 7-0 ή 7-6 μην το πανηγυρίζεις. Προφανώς και οι περιπτώσεις αυτές ήταν θέμα τύχης/ ατυχίας. Είναι οι νίκες με 7-2 έως 7-4 που πρέπει να σε χαροποιούν. Το ίδιο νομίζω ισχύει για την εθνική ποδοσφαίρου: Το 2004 έκανε το highlight της που πιθανότατα ποτέ δεν θα επαναληφθεί. Έκτοτε όμως ήταν παρούσα σε δύο από τις τρεις μεγάλες διοργανώσεις που ακολούθησαν και στάθηκε αξιοπρεπώς στο τουρνουά των 24 καλύτερων χωρών του κόσμου.

Με τους παίκτες που έχουμε μέχρι εκεί φτάνουμε, που λέει ευθαρσώς ο Ότο. Γιατί όπως είναι καλό να έχουμε φιλοδοξίες έτσι είναι καλό να ξέρουμε και τα γράδα μας.

Ακόμη και αν πρόκειται απλώς για ένα ψυχαγωγικό αθλητικό θέαμα.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v