Pick-up on South Street: Μαθήματα κινηματογράφου

Το 1953, ο Σαμ Φούλερ γύρισε μια υπέροχη ταινία για έναν πορτοφολά που κλέβει το λάθος πορτοφόλι. Είναι ένα πορτοφόλι που, εκτός από χρήματα και χαρτιά, περιέχει κι ένα μικροφίλμ το οποίο προορίζεται για τους ρώσους.
Το 1953, ο Σαμ Φούλερ γύρισε μια υπέροχη ταινία για έναν πορτοφολά που κλέβει το λάθος πορτοφόλι. Είναι ένα πορτοφόλι που, εκτός από χρήματα και χαρτιά, περιέχει κι ένα μικροφίλμ το οποίο προορίζεται για τους ρώσους. Η κοπέλα που το κουβαλά, δε γνωρίζει περί τίνος πρόκειται, κάνει απλώς το βαποράκι για τον αγαπητικό της κι οι κομμουνιστές που το περιμένουν πως και πως δε δέχονται δικαιολογίες με πορτοφολάδες.

Ο μοναχικός μικροεγκληματίας Σκιπ Μακόι (Ρίτσαρντ Γουίτμαρκ) κάνει τη δουλειά με μαεστρία, μια διαδικασία που κινηματογραφεί άψογα στην απολαυστική εισαγωγική σκηνή ο υποτιμημένος Φούλερ, και μάλιστα λίγα χρόνια πριν από το αντίστοιχο αριστούργημα του Ρομπέρ Μπρεσόν (Pickpocket). Μόνο που την κάνει υπό το βλέμμα των ανθρώπων του FBI που παρακολουθούν την κοπέλα, οι οποίοι θυμούνται την τεχνική του και την περιγράφουν στην Μόου (Θέλμα Ρίτερ), μια γυναίκα που έχει φάει τη ζωή της στους δρόμους και πλέον μαζεύει χρήματα για μια θέση σε καλό νεκροταφείο, πουλώντας γραβάτες και πληροφορίες μέσα σε ένα χαριστικό καθεστώς ασυλίας μεταξύ αστυνομικών και υποκόσμου. Η Μόου παίζει το παιχνίδι άψογα και δίνει δέκα ονόματα στους αστυνομικούς με βάση την τεχνική του πορτοφολά. Ο Σκιπ καλείται στο τμήμα και δοκιμάζεται ο πατριωτισμός του. Δεν είναι ένα απλό πορτοφόλι του λένε. Είναι ζήτημα εθνικής ασφάλειας. "Τολμάτε να μου κουνάτε τη σημαία;" τους απαντά χωρίς δισταγμό. Είναι μόνος εναντίον όλων, ακόμη και των "συμπατριωτών" του.



Λίγο αργότερα, θα συναντήσει τη Μόου. Δεν μπορεί να την ψέξει, κανείς σ' αυτούς τους δρόμους δεν της κρατά πια κακία κι αυτή δίνει τις πληροφορίες με το σταγονόμετρο, κατά κάποιον τρόπο, κρατά το παιχνίδι μεταξύ κλεφτών κι αστυνόμων σε ισορροπία. "Ακόμη και στον βρώμικο κόσμο μας πρέπει να βάζει κανείς όρια" ηθικολογεί όταν καταλαβαίνει την πρόθεση του Σκιπ να τελειώσει εκείνος τη δουλειά. "Κι εσύ μου κουνάς τη σημαία;" επαναλαμβάνει εκείνος με τρόπο που δε σηκώνει αντίρρηση. Για έναν συνειδητοποιημένο καταφερτζή των δρόμων δεν τίθεται θέμα ηθικής, παρά μόνο ρίσκου και απόδοσης. Στο δρόμο του βρίσκεται η Κάντι (Τζιν Πίτερς), η κοπέλα απ' την οποία έκλεψε το πορτοφόλι. Ανάμεσά τους υπάρχει ερωτισμός αλλά καμία εμπιστοσύνη. Εκείνη θέλει να τελειώσει τη δουλειά για να γλιτώσει απ' τον γλοιώδη προδότη Τζόι. Εκείνος θέλει ένα λόγο για να μην τελειώσει τη δουλειά, έναν λόγο καλύτερο απ' την αδιάφορη για 'κείνον ηθικολογία της "πατρίδας" και της κομμουνιστικής απειλής.

Εντωμεταξύ ο Τζόι επισκέπτεται την Μόου, ψάχνοντας για τον Σκιπ. Εκείνη αρνείται να δώσει στον προδότη αυτό που έδωσε ευχαρίστως στην αστυνομία. Πιάνεται έτσι απ' την τελευταία της ευκαιρία να νιώσει ότι ανήκει σ' αυτόν τον τόπο, που ούτε έναν καλό τάφο δεν της έδωσε χωρίς να ιδρώσει γι' αυτό κι ο πατριωτισμός λειτουργεί εξόφθαλμα πλέον ως το τελευταίο καταφύγιο της ηθικά εκπεσούσας. "Τι ξέρω για τους κομμουνιστές;" του λέει πριν τη σκοτώσει, "Τίποτα. Ξέρω μόνο ένα πράγμα. Δεν τους γουστάρω καθόλου." Ομολογεί άθελά της την επιφανειακή φύση της άποψής της, ερχόμενη σε πλήρη αντίφαση με το δογματισμό που τη συνοδεύει. Κι ο Φούλερ κάνει υπόγεια κριτική στη λαϊκίστικη ρητορική ενός αντικομμουνιστικού κατεστημένου, που ακόμη δεν είχε απλώσει τα πλοκάμια του στον αμερικάνικο κινηματογράφο.

Στη Γαλλία, με την παραδοσιακά έντονη κομμουνιστική παρουσία στην πολιτική ζωή του τόπου, η ταινία παίχτηκε με μια μικρή αλλαγή, για εμπορικούς (καπιταλιστικούς δηλαδή) περισσότερο λόγους. Ο τίτλος έγινε "Port of Drugs" και, κατά τη μετάφραση, όλες οι αναφορές σε κατασκοπεία, κομμουνιστές και μικροφίλμ μετατράπηκαν (ένας Γλωσσολόγος ξέρει πως) σε ναρκωτικά και πρεζέμπορους του λιμανιού. Η ψυχροπολεμική παράνοια βρήκε τον όμοιό της σε μια παράνοια του μάρκετινγκ, του προστατευτισμού και του ενοχικού συνδρόμου του ευρωπαϊκού αριστερίστικου καπιταλισμού. Κριτικοί και σχολιαστές κάθε είδους διάβασαν "αμερικάνικη αντικομμουνιστική προπαγάνδα" σε μια ταινία που υπονομεύει με πολλούς τρόπους αυτό ακριβώς που φαίνεται στην επιφάνειά της. Στον αντίποδα, ο διαβόητος Έντγκαρ Χούβερ δήλωσε την προσωπική του απέχθεια για τον αντιπατριωτικό κεντρικό χαρακτήρα.

Ο Σαμ Φούλερ, που πολέμησε στο Β' ΠΠ, συνέχισε να δουλεύει, να ζει και να σκέφτεται κάπου ανάμεσα σ' όλ' αυτά...


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v