Blue Spring: Οι νέοι είναι πονηροί...

Οι νέοι είναι οργισμένοι. Οι νέοι είναι αδικημένοι. Οι νέοι είναι απελπισμένοι. Οι νέοι βλέπουν το μέλλον τους να χάνεται. Οι νέοι το ένα. Οι νέοι το άλλο. Ουά! Ουά! Κλαψ! Λυγμ!
Οι νέοι είναι οργισμένοι. Οι νέοι είναι αδικημένοι. Οι νέοι είναι απελπισμένοι. Οι νέοι βλέπουν το μέλλον τους να χάνεται. Οι νέοι το ένα. Οι νέοι το άλλο. Ουά! Ουά! Κλαψ! Λυγμ! Η ζωή είναι άδικη φιλαράκο (τσίμπημα στο μάγουλο). Δεν μπορούν όλοι να μεγαλώσουν σε εποχές αφθονίας και ανύπαρκτου στρες όπως η δική μου, ευλογημένη γενιά που ατένιζε το μέλλον με αισιοδοξία κι ένιωθε σίγουρη ότι πάντα θα υπάρχει μια ζεστή αγκαλιά να πέσει μέσα ύστερα από κάθε παραστράτημα. Η αγκαλιά πλέον ανοίγει κι από κάτω υπάρχει μόνο το τσιμέντο. If you 're happy and you know it clap your hands...

Μ' αυτή τη φράση, γραμμένη στα ιαπωνικά στην ταράτσα ενός λυκείου του Τόκυο, ξεκινά το “Blue Spring”, η κινηματογραφική εκδοχή του νεανικού αδιεξόδου απ' τον Τοσιάκι Τογιόντα. Ενός αδιεξόδου που είναι πότε ορατό και πότε απλώς υπεκφυγή που καλύπτει τον αναπόφευκτο φόβο για το άγνωστο, τις ευθύνες, την ενηλικίωση.

Μια παρέα μαθητών που μπήκε στον τελευταίο χρόνο του σχολείου, αναλαμβάνοντας δικαιωματικά τα σκήπτρα, παίζει ένα επικίνδυνο παιχνίδι για να διαλέξει τον αρχηγό της. Οι υποψήφιοι βγαίνουν έξω απ' τα κάγκελα της ταράτσας και κρατιούνται με τα δύο χέρια. Ο αφέτης φωνάζει νούμερα διαδοχικά ξεκινώντας απ' το 1. Κάθε φορά, οι υποψήφιοι πρέπει να χτυπήσουν τόσα παλαμάκια όσο το νούμερο που ακούστηκε και να ξαναπιαστούν απ' το κάγκελο. Όποιος χτυπήσει λιγότερα ακυρώνεται. Όποιος μείνει τελευταίος είναι ο αρχηγός.

Ο άνετος, λιγομίλητος Κούτζο χτυπάει 8 παλαμάκια και παίρνει τα ηνία της συμμορίας και του σχολείου. Μπορεί πλέον να κάνει ό,τι θέλει, να προκαλέσει την αλόγιστη βία ή να τη σταματήσει, να βασανίσει τους μικρότερους, να καβατζώσει τους συνομήλικους, να μπαινοβγαίνει στην τάξη κατά βούληση και φυσικά να κυκλοφορεί σαν αρχηγός όλων. Ο νεαρός, παρ' ότι αδρανής, δείχνει χαρισματικός και γρήγορα-γρήγορα το βλέμμα του περιφέρεται έξω απ' το προαύλιο του σχολείου, το μικρόκοσμο που ελέγχει, απλώς και μόνο, επειδή αποδείχτηκε πιο θαρραλέος σ' ένα ανόητο παιχνίδι. Κοιτάζει έξω και βλέπει το μέλλον όλων τους, θολό και δυσοίωνο μιας και δεν προέρχονται από τις καλές συνοικίες του Τόκυο αλλά από ένα λίκνο της Γιάκουζα και του οργανωμένου εγκλήματος.

Κάποια στιγμή, ενώ μιλά με τον καλοπροαίρετο νάνο κηπουρό, ο Κούτζο βλέπει έναν συμμαθητή του που κάθε μέρα, την ίδια ώρα, καθαρίζει υπομονετικά τις κερασιές απ' τις κάμπιες. “Με φοβίζει”, λέει στον κηπουρό. “Γιατί;” αναρωτιέται ο μικροσκοπικός ενήλικος. “Οι άνθρωποι που ξέρουν τι θέλουν με φοβίζουν” απαντά ο μαθητής που νιώθει την πίεση ν' αποφασίσει για το μέλλον του στο πετσί του, ενώ βλέπει ένα-ένα τα μέλη της παρέας του να αυτοκαταστρέφονται ή να παραδίδονται στους μαφιόζους.

Εκτός από έναν. Ο Αόκι ξέρει ότι δεν έχει μέλλον και θέλει αυτό που ο Κούτζο απορρίπτει σταδιακά ξεχωρίζοντας απ' τους υπόλοιπους, όπως κι εκείνη τη μέρα στην ταράτσα. Θέλει να γίνει αρχηγός, ο πιο σπουδαίος του μικρόκοσμού του, έστω και για έναν χρόνο...


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v