Νικόλας Άσιμος: 22 χρόνια χωρίς "μπαγάσα"

Ανυπάκουος, ανυπότακτος και ειλικρινής πέραν των αντοχών της κοινωνίας και των δικών του. Ο Νικόλας Άσιμος αποτέλεσε θρυλική μορφή των Εξαρχείων ενώ κατάφερε να μπει στο πάνθεον των Ελλήνων ροκ ηρώων. Η αυτοκτονία του, σαν σήμερα πριν 22 χρόνια, πράξη συνείδησης, όπως και ολόκληρη η ζωή του.
Νικόλας Άσιμος: 22 χρόνια χωρίς μπαγάσα
“Τα καλά στον καπιταλισμό είναι πως έχει βίδα. Άμα πιάσεις το μηχανισμό, από τ’ αυτιά τον πιάνεις το λαγό, τον Πελοπίδα τρως με μια τσιμπίδα, στην Παρθενόπη χαρίζεις ένα τόπι και με τα χρόνια γυρνάς μες στα σαλόνια. Ξεχνάς ποια μάνα σε γένναε στο κλάμα και του εργάτη καβάλλησες την πλάτη”.

του Γιώργου Φλώκα

Έχουν περάσει 22 χρόνια ακριβώς από την αυτοκτονία του, στις 17 Μαρτίου του 1988 στο σπίτι του ή «Χώρο Προετοιμασίας», όπως το ονόμαζε, στην οδό Καλλιδρομίου 55 στα Εξάρχεια. Πού να φανταζόταν ότι μετά τον θάνατό του, ο κοινωνικός περίγυρος, που όσο ήταν ζωντανός δεν τον κατάλαβε και δεν τον σεβάστηκε ποτέ, θα τον αποδεχόταν χωρίς όρους και θα τον ανέβαζε στο πάνθεον των ροκ ηρώων της χώρας, μαζί με μορφές όπως ο Παύλος Σιδηρόπουλος;

Στη ζωή του, δεν ακολούθησε ποτέ τους σύγχρονους ρυθμούς και δεν δέχτηκε καμία ταμπέλα, ούτε καν του αναρχικού. Ταυτόχρονα, με τα εύστοχα στιχάκια του κατακεραύνωσε τα κακώς κείμενα της κοινωνίας και την αλλοτρίωση του ανθρώπου και αποδόμησε πλήρως όλα τα πολιτικά συστήματα –με τον κυρίαρχο καπιταλισμό να συγκεντρώνει τα περισσότερα «βέλη».

Ο Νικόλαος Ασημόπουλος, όπως ήταν το επίσημό του όνομα, γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου του 1949 στη Θεσσαλονίκη, ενώ μεγάλωσε στην Κοζάνη, με τα δυο μικρότερα αδέλφια του, Βασίλη και Δημήτρη. Ήδη από το Δημοτικό φαίνεται η καλλιτεχνική του φλέβα, καθώς συμμετέχει σε διάφορα σκετσάκια και αποπειράται να γράψει στίχους, ενώ με την έλευση της εφηβείας κυριολεκτικά «παίρνει φωτιά».

Αδιαφορεί για τα μαθήματα και επικεντρώνεται στους στίχους και τα ποιήματά του, ενώ τον ελκύει και ο αθλητισμός. Οι διακρίσεις του στο ποδόσφαιρο, όπου κάλυπτε τη θέση του τερματοφύλακα, τον φέρνουν πολύ κοντά σε επαγγελματικό συμβόλαιο με την τοπική ομάδα της Κοζάνης, ωστόσο ο ίδιος έχει άλλα όνειρα.

Περνάει στη Φιλοσοφική, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης όπου και μετακομίζει. Εκεί έχει την ευκαιρία να γνωριστεί με τον κόσμο του θεάτρου, που τον μαγεύει. Παίζει πρωταγωνιστικούς ρόλους σε έργα του Μολιέρου αλλά και σύγχρονων συγγραφέων, ενώ το χουντικό καθεστώς, ενοχλημένο από τις «επικαιροποιήσεις» των έργων, τον σταματά από τα σχέδια για σκηνοθεσία, διαλύει τη θεατρική ομάδα που είχε δημιουργήσει και του παρακρατά την ταυτότητα (την οποία δεν αναζητά για 18 χρόνια).

Το 1972 μαθαίνει κιθάρα και αρχίζει να μελοποιεί τα ποιήματά του, ενώ εμφανίζεται μπροστά στο κοινό μαζί με τον Δημήτρη Δημητρακόπουλο και τον Γιώργο Κατσικαβέλη στην καφετέρια του Λευκού Πύργου αλλά και στη ντισκοτέκ "Apple". Του απομένουν ελάχιστα μαθήματα για να πάρει το πτυχίο του, αλλά δεν συνεχίζει, σε μια πρώτη προσπάθεια να αποφύγει τη στράτευση.

Το 1973 κατεβαίνει στην Αθήνα, όπου και γνωρίζεται με το «παρεάκι» της εποχής, αποτελούμενο από τους Γιάννη Ζουγανέλη, Σάκη Μπουλά και Γιώργο Ζωγράφο. Κάθε προσπάθεια να «ανεβάσει» μουσικο-θεατρικές παραστάσεις στις μπουάτ (Αρχόντισσα, Χνάρι, Ζωντανό Καφενείο) διακόπτεται από παρεμβάσεις της ασφάλειας, καθώς οι στίχοι του ενοχλούν.

Η πρώτη του δισκογραφική δουλειά, το 1975, σταματά στο «τείχος» της τότε επιτροπής λογοκρισίας. Την ίδια περίοδο γνωρίζεται και με τον Διονύση Σαββόπουλο, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τον Θάνο Μικρούτσικο, ενώ συζεί με την Λίλιαν Χαριτάκη. Ωστόσο, ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας του τον οδηγεί σε ρήξεις, είτε με τα μαγαζιά που παίζει (για τις τιμές των ποτών) είτε με τους εκάστοτε συνεργάτες του.

Το Μάιο του 1976, γεννιέται η κόρη του, Λίλιαν, με τον ίδιο χωρίς δουλειά και σε άθλια οικονομική κατάσταση, να προσπαθεί να εξασφαλίσει τα προς το ζην πουλώντας βιβλία, περιοδικά και τις δικές του κασέτες, τις Παράνομες Ηχογραφήσεις του, ενώ πηγαινόρχεται στην ασφάλεια για τις αντιεξουσιαστικές του παρεμβάσεις.

Το 1977, συλλαμβάνεται για συμμετοχή και ηθική αυτουργία για εκτεταμένα επεισόδια στα Προπύλαια, μαζί με πέντε ακόμη εκδότες του αναρχικού χώρου. Προφυλακίζεται μάλιστα για δύο μήνες, στις φυλακές της Αίγινας. Το 1978, η «μαμά πατρίδα» τον καλεί και πάλι να υπηρετήσει, στην Τρίπολη, όπου και εμφανίζεται. Πουλώντας τρέλα, κερδίζει την πολυπόθητη αναβολή.

Τελικώς, μετά από δυο ακόμη πετυχημένες «παραστάσεις» πετυχαίνει την απόλυσή του από το στρατό λόγω "ψυχωσικής συνδρομής σχιζοφρενικού τύπου", την οποία ο ίδιος χλευάζει στα τραγούδια του, λέγοντας ότι πάσχει από "σχιζοφρενοβλαβίωση". Συνεχίζει να ηχογραφεί και να εμπορεύεται τις κασέτες του, ενώ χωρίζει με τη γυναίκα του. Το 1980 ολοκληρώνει το βιβλίο του, «Αναζητώντας Κροκανθρώπους», χωρίς εκδότη, και το τυπώνει σε 1.500 περίπου αντίτυπα, τα οποία και διαθέτει αυτοπροσώπως.

Ταυτόχρονα, πειράζει με κάθε ευκαιρία τους μικροαστούς των Εξαρχείων, στήνοντας φάρσες, κλείνοντας δρόμους και τρομάζοντάς τους με τα πειράγματά του. Τελικά, ως γνήσιο παρεξηγημένο τέκνο της εποχής του, οδηγείται στο Δαφνί, από όπου επιστρατεύεται ο Δ. Σαββόπουλος για να τον βγάλει. Παράλληλα, συμμετέχει σε ταινίες όπως ο "Δράκουλας των Εξαρχείων" του Νίκου Ζερβού, τα "Βαποράκια" του Παύλου Τάσιου και το "Ρεμπέτικο" του Κώστα Φέρρη.

Νοικιάζει στην Καλλιδρομίου 55 το γνωστό μαγαζάκι και το μετατρέπει σε "Χώρο Προετοιμασίας" ενώ συνεχίζει τις παράνομες ηχογραφήσεις του και την «ερωτική» σχέση με την αστυνομία. Το 1987, συλλαμβάνεται για βιασμό και παράνομη κατακράτηση μιας κοπέλας και, παρά το γεγονός ότι η ίδια αποσύρει τη μήνυση εναντίον του, οδηγείται στον Κορυδαλλό. Τον ίδιο χρόνο, παρά τη θέλησή του, ο πατέρας του τον στέλνει σε ιδιωτική ψυχιατρική κλινική, ενώ με το τέλος του εγκλεισμού του, τον περιμένει νέα παραπομπή σε δίκη για τον ίδιο βιασμό.

Μην αντέχοντας την ψυχική οδύνη μιας ακόμη φυλάκισης, κλείνεται στο σπίτι του στην οδό Καλλιδρομίου. Τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, τις πέρασε μόνος, στο προσωπικό του «καταφύγιο», με πληροφορίες να τον φέρουν να φτιάχνει ένα ιδιότυπο ημερολόγιο, σε μια απόπειρα να καταγράψει τους λόγους να συνεχίσει να ζει. Αφού η αναζήτησή του δεν απέδωσε καρπούς, στις 17 Μαρτίου του 1988 τελικώς κρεμάστηκε.

"Παράδεισος είναι η θέληση του καθενός" λέει ο Ντέμπλιν στο μυθιστόρημά του Μπερλίν - Αλεξάντερπλατς, και από αυτήν την άποψη ο Νικόλας Άσιμος έκανε καλά που ξέφυγε. Ακόμα και αν έτσι έπαυσε να γράφει αυτοαναφορικούς στίχους σπάνιας ευαισθησίας: πώς γίνεται στον ένα παλαβιάρη, κουτόχορτο χιλιάδες να βοσκούν;
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v