ΜΑΤ-σέλ ΜΑΤ-σό

Σ' αυτούς τους δύσκολους καιρούς, τις ημέρες επετειακής οργής, δεν είναι καθόλου απίθανο οι άνθρωποι να στραφούν προς τους καλλιτέχνες για ένα σχόλιο, μία προσπάθεια να εκφράσουν ότι εκείνοι, απλοί και αμήχανοι, δε μπορούν. Σαν εγγαστρίμυθος, ίσως θά 'πρεπε να επιχειρήσω να γεμίσω αυτό το κενό...
Σ' αυτούς τους δύσκολους καιρούς, τις ημέρες επετειακής οργής, δεν είναι καθόλου απίθανο οι άνθρωποι να στραφούν προς τους καλλιτέχνες για ένα σχόλιο, μία προσπάθεια να εκφράσουν ότι εκείνοι, απλοί και αμήχανοι, δε μπορούν. Σαν εγγαστρίμυθος, ίσως θά 'πρεπε να επιχειρήσω να γεμίσω αυτό το κενό, αλλά είμαι κι εγώ γιαλαντζί σαν τους ντολμάδες άνευ κιμά και τους οργισμένους κατά βούληση και ημερομηνία συνανθρώπους μου. Γι' αυτό θα μοιραστώ την ιδέα μου με όποιον καλλιτέχνη εκεί έξω ψάχνεται, ανήσυχος για το πώς θα μιλήσει κι αυτός ξεκάθαρα για όσα οι υπόλοιποι μπουρδολογούν. Πώς ο ίδιος θα πλάσει μια εικόνα διαχρονική, αφού είναι πλέον πόλεμος εικόνων οι οποίες δεν αξίζουν ούτε για μία λέξη κι εξαφανίζονται απ' τη μνήμη μας μέσα σε λίγα λεπτά σαν τις κλισέ συμβουλές των γονιών και των παπούδων μας. Αντιγράψτε ελεύθερα...

Εκφραστικό μέσο: Παντομίμα.
Σκηνικό: Οποιοσδήποτε κεντρικός χώρος πανεπιστημιακού ασύλου.
Ένδυμα: Στολή άνδρα των ΜΑΤ άνευ κράνους για καλύτερο οπτικό αποτέλεσμα.
Μακιγιάζ: Κατάλευκο πρόσωπο Πιερότου μ' ένα δάκρυ ζωγραφισμένο κάτω απ' το μάτι.
Ύφος: Αφελές κι ενθουσιώδες στην αρχή, θλιμμένο μετά τη διαπίστωση της «πραγματικότητας».
Εκτέλεση: Ο καλλιτέχνης-ΜΑΤατζής πλησιάζει με ενθουσιασμό, αψηφώντας τις πέτρες, τα δακρυγόνα και τα καδρόνια, τα όρια απ' όπου ξεκινά το πανεπιστημιακό άσυλο. Έχοντας τη φόρα του αφελούς διαβάτη προσποιείται ότι χτυπά πάνω σ' έναν αόρατο τοίχο και δείχνει ν' απορεί. Υποψιασμένος πλέον για την ύπαρξη ενός τοίχου, ακόμη κι αν δεν τον βλέπει, επιστρέφει με διερευνητική διάθεση. Αρχίζει τότε να ψηλαφίζει με τις παλάμες του τον τοίχο ψάχνοντας για κάποιο άνοιγμα ή έστω πόμολο. Το ότι οι πέτρες και τα δακρυγόνα περνούν, ενώ αυτός δεν μπορεί, τον ανησυχεί κάπως, αλλά η πονεμένη μύτη του αποτελεί μαρτυρία για το αντίθετο. Συνεχίζει να ψηλαφίζει δεξιά κι αριστερά, πάνω και κάτω, αλλά δε βρίσκει δίοδο. Γυρνά τότε με θλιμμένο ύφος προς τις κάμερες, με τα φρύδια να σμίγουν ψηλά και τα μάτια να είναι δακρυσμένα απ' τα χημικά, σκουπίζει το δάκρυ του και σκάει ένα ελαφρύ χαμόγελο γεμάτο χαρμολύπη, σαν τελευταία απόδειξη της ματαιότητας της επανάληψης. Μιας επανάληψης που δεν είναι μήτηρ μαθήσεως αλλά μήτηρ βλακείας.
Προτεινόμενη επέκταση σε συλλογική καλλιτεχνική δράση: Λίγο μετά τη διαπίστωση της ύπαρξης του τοίχου απ' τον πιερότο, ένας μπογιατζής εμφανίζεται κι αρχίζει να βάφει δίπλα του. Αμέσως μετά, μια γυναίκα καρφώνει ένα καρφί παραδίπλα και στερεώνει ένα κάδρο. Λίγο παραπέρα ένας γιάπης μιλά στο κινητό κι αφηρημένος στουκάρει στον τοίχο ενώ ένα μέντιουμ-μένταλιστ αυτοσυγκεντρώνεται και περνά απ' τη μία πλευρά στην άλλη και πίσω. Ένας τρελός με ζουρλομανδύα χτυπιέται επάνω στον τοίχο με μανία, ένας χαλαρός τύπος στηρίζεται με τον ώμο του και καπνίζει κ.ο.κ. στο στιλ του γάλλου κωμικού-πόλης Ρεμί Γκαγιάρντ...


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v